Η ιδέα είναι καλή και η αναμονή του αποτελέσματος μεγάλη. Δυστυχώς στο ηχογραφημένο υλικό του άλμπουμ τους (όχι πως είναι άσχημο, δες εδώ) η υπέρβαση που περίμενα δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα αισθάνθηκα έντονα πως και οι δύο μπήκαν σε αυτή τη διαδικασία χωρίς πυξίδα. Και πέρα από τις γραφικότητες για τον καλλιτέχνη που εκφράζεται όπως αισθάνεται εκείνη τη στιγμή, πάντα χρειάζεται μια κεντρική ιδέα από πριν και τον πνευματικό κάματο που της αναλογεί.
Κοιτώντας γύρω μας ανά τη γεωγραφία της Ελλάδας-και της Κρήτης φυσικά-μοιάζει η αναζήτηση του αυθεντικού να έχει οδηγήσει δίκαιους και άδικους σχετικούς και άσχετους σε επικίνδυνες πρακτικές. Το να ψάχνεις την αληθινή και πηγαία έκφραση σε όσα διαδραματίζονται σε ένα οποιοδήποτε κρητικό γλέντι είναι σαν να σχοινοβατείς επικίνδυνα μεταξύ του κακόγουστου γκροτέσκου και του αυθεντικού. Η γραμμή που χωρίζει αυτά τα δύο είναι πολλές φορές αόρατη και πολύ συχνά η ζυγαριά γέρνει καταλυτικά προς το πρώτο.
Οι post-rock μουσικές που ακούγαμε από τα ηχεία του χώρου πριν ξεκινήσει το δίδυμο με τρόμαξαν. Μου έμοιαζαν τόσο παρωχημένες από τότε που τις άκουγα, μια δεκαετία και παραπάνω πριν, όσο και η ευχαρίστηση που έδιναν στο κοινό που γέμισε κάθε τετραγωνικό εκεί. Σε αυτή την άρρητη σχέση ακροατή και καλλιτέχνη, όπου ο ένας επιδρά στον άλλο, φοβήθηκα πως ο συντηρητισμός της μανιέρας που άκουγα θα μεταφερόταν στη ζωντανή μουσική που περίμενα να ακούσω.
Στην τέχνη, όμως, η ζωντανή αναπαράσταση μπορεί να μεταμορφώσει σε κάτι άυλο και μαγικό οτιδήποτε αγγίξει. Μια πύλη για την αυλή των θαυμάτων που ονομάζουμε τέχνη, αυτό μπορεί να είναι μια ζωντανή εμφάνιση. Μόνο που εδώ υπήρχε άλλος κοινός παρονομαστής για τους δύο καλλιτέχνες, που χωρίς επιτήδευση πέρασαν ανάμεσα μας για να ανέβουν στη σκηνή. Και αυτός ο παρονομαστής έχει όνομα και γεωγραφικό στίγμα, η Κρήτη.
Και άρχισαν να παίζουν. Ξαφνικά και αυτόματα βρέθηκα στο χωριό μου μαζί με παρέες που τώρα δεν υπάρχουν, με ανθρώπους που πλέον δεν είναι ανάμεσα μας. Και οι ρακές ρέουν άφθονες και το οφτό, όπως πάντα, δε μου αρέσει, οι μουσικές δεν αφήνουν τα διπλανά χωριά να κοιμηθούν, ο λυράρης παίζει σούστες και ριζίτικα και οι ντελικανήδες χορεύουν και ο τόπος σείεται από τους χτύπους των ποδιών στη Γη, όπως στη μάχη του Χάρου με το Διγενή στην κρητική εκδοχή του έπους. Η νύχτα είναι γεμάτη φωτεινά αστέρια και πίσω μακρυά στο σκοτάδι είναι ο τεράστιος όγκος του Ψηλορείτη που κρύβει το άλλο μου, αγαπημένο, χωριό, το χωριό του Ψαρογιώργη.
Και εγώ ακούω. Για κάτι παραπάνω από δύο ώρες.
Η μείξη αυτοσχεδιασμού και παράδοσης, το προκλητικό φτύσιμο των καθιερωμένων, που θα πήγαινε τα πράγματα πολύ παρακάτω δεν έρχεται ποτέ. Αυτό που είδα όμως, προσπαθεί να τραβήξει μακρυά την παραδοσιακή μουσική της Κρήτης από το πεισματικό της ερωτικό αγκάλιασμα με το παρελθόν. Και σε αντίθεση με το άλμπουμ τους, σε κάποιες στιγμές τα καταφέρνει, κάνοντας κάποια μικρά βήματα.
Χαλάστηκα αρχικά από την επιμονή του White σε ένα έντονο, γεμάτο ενέργεια αλλά και ποζεριά, ροκ drumming αντί για μια περισσότερη ελεύθερη αυτοσχεδιαστική πολυρρυθμία που ολοφάνερα μπορούσε να μας δώσει. Οι λίγες στιγμές αυτοσχεδιασμού και στο λαούτο ήταν μαγικές. Αλλά αυτό ήταν και είναι η μουσική της Κρήτης: πάθος και ενέργεια ,απόλυτα ταιριαστά με τις επιλογές των δύο σε ρυθμούς και εντάσεις.
Μια διόρθωση μόνο. Ξυλούρης-White, πιο σωστά έτσι.
ο κουλτουριάρης