Επιτέλους!
Αποτελεί ευρύτερο ζήτημα, γεγονός που βγαίνει έξω από τα όρια αυτού του κειμένου, ο τρόπος αντιμετώπισης της παραδοσιακής μουσικής. Ευρύτερο γιατί-προσπαθώντας να έχω γνώση και άποψη για μουσικές από διάφορα σημεία του πλανήτη-η μουσική παράδοση στην Ελλάδα είναι σαν ένα τοτέμ. Έχει πάνω της μια ταμπέλα που γράφει μην αγγίζετε, μην πειράζετε. Προφανώς βασική αιτία για το παραπάνω είναι ο εγγενής σωβινισμός της ελληνικής κοινωνίας που εκφράζεται με διάφορους τρόπους και μέσω της κουλτούρας. Ένας από αυτούς είναι η αντιμετώπιση της παραδοσιακής μουσικής ως κάτι το τέλειο, το θαυμαστό που δεν σηκώνει-δεν γίνεται-αλλαγές και εξέλιξη. Για πολλούς η υπεράσπιση της ως μια οντότητας που δεν μεταβάλλεται ποτέ, γίνεται στάση ζωής σαν να υπερασπίζουν τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Έτσι απονοηματοδοτείται το κομμάτι της τέχνης μέσα στη λαϊκή παράδοση και απομένει η λειτουργία της, στο θυμικό πρώτα απ’ όλα, στην ενίσχυση της ελληνικότητας. Μιας προσλαμβάνουσας, και καλά, με γραμμική πορεία που ξεκινά από την αρχαιότητα (αρχαίο πνεύμα αθάνατο…) και καταλήγει στο σήμερα με έναν κοινό παρονομαστή: την τελειότητα και την ανωτερότητα της. Πως να πειράξεις κάτι τόσο καλό και συναισθηματικά φορτισμένο;
Ο Γιώργης Ξυλούρης ( Ψαρογιώργης ) φτιάχνει μουσική χαμηλών τόνων. Έχοντας τον δει ζωντανά, θεωρώ πως πατώντας στην κρητική παράδοση προσπαθεί, ίσως και ασυνείδητα, να σε εισάγει σε μια κατάσταση, ένα ηχητικό περιβάλλον. Ένα μέρος της κρητικής παράδοσης στη μουσική είναι ξεκάθαρα-για να το περιγράψω με σύγχρονο δυτικότροπο συμβολισμό-ψυχεδελική. Δες τα ριζίτικα. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος εάν όλοι όσοι, κρητικοί ή μη, ακούν τις μουσικές από το νησί συνειδητοποιούν την trance κατάσταση που μπορούν αυτές να σε υποβάλλουν.
Ο Ξυλούρης από τη μεγάλη Ανωγειανή μουσική οικογένεια μας είχε δώσει δείγματα της προσπάθειας του, αυτή τη φορά συνειδητής πιστεύω, να βγει έξω από τα καλούπια. Οι συνεργασίες με τον Αγγελάκα μα και τα διάφορα ζωντανά settings με είχαν προϊδεάσει. Αλλά τούτη εδώ η συνύπαρξη ήρθε out of the blue (sic). Μόλις λίγους μήνες πριν κυκλοφορήσει αυτό το άλμπουμ είχα ακούσει για το δίδυμο.
Ο Jim White, όσο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο ταιριάζει, μουσικά μα και αισθητικά με τον Ψαρογιώργη και του ηχητικό του background. Όντας στους Dirty Three συνέβαλε και αυτός στη ισορροπία του τρίο μεταξύ μιας ροκ οπτικής της παράδοσης, της αυστραλέζικης μπαλαντοειδούς τραγικής αφήγησης και περισσότερο πειραματικών εκτροπών όπως drone ήχοι και λουπαρισμένα κομμάτια. Μέλος της ευρύτερης παρέας του N.Cave και των Bad Seeds ( στην οποία ανήκει και ο Warren Ellis των Dirty Three) εγκολπώνει μια σχέση με τους ντόπιους μουσικούς που πάει πίσω στο χρόνο και, θέλω να πιστεύω φανερώνει κοινές καταβολές. Η μουσική ως παράγοντας παγκοσμιοποίησης…
Είμαι απόλυτα σίγουρος πως αυτό το άλμπουμ θα προκαλέσει περισσότερο θόρυβο στο εξωτερικό παρά εδώ. Εξήγησα τους λόγους παραπάνω. Πόσο μάλλον που στην όλη μόδα-μπίζνα που λέγεται “κρητική αυθεντικότητα” και με ενοχλεί ιδιαίτερα λόγω καταγωγής δεν ταιριάζουν ακαταχώρητες δοκιμές, ούτε άγνωστες προσλαμβάνουσες. Δεν βγαίνει κέρδος από αυτές άλλωστε. Γι’ αυτό, λοιπόν, και το επιτέλους στην αρχή αλλά και η συνειδητή επιλογή μου να δώσω μικρότερη σημασία στην ίδια τη μουσική. Τι γίνεται με αυτή όμως;
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσω πως πέρα από το προφανές, την υποκειμενικότητα μου δηλαδή, η ιδιαίτερη σχέση που έχω με το νησί επέδρασε και πάλι. Διάφορα συναισθήματα, εικόνες και εμπειρίες ήρθαν και θρονιάστηκαν πάνω στο κομμάτι του μυαλού μου που προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη στο “τι ακούω”. Δεν ξέρω αν το κατάφερα, έχω έντονη την εντύπωση μέσα μου όμως, πως σε λίγο καιρό θα αποκομίσω κάτι άλλο ακούγοντας το.
Στο τώρα και πάλι. Δυστυχώς οι προσδοκίες μου δεν επαληθεύτηκαν. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορώ να το εξηγήσω επακριβώς. Ακούγοντας, ξανά και ξανά, το Goats μου εντυπώθηκε έντονα πως περισσότερο ο Ψαρογιώργης μετακινήθηκε προς τον White. Αυτό δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό. Είμαι σίγουρος πως αν ρώταγα κάποιον άσχετο για το τι ακούει θα μου απαντούσε: κιθάρα και ντραμς. Κάτι αρκετά ροκ θα έλεγα εγώ με μια επικίνδυνη ροπή προς το post-rock, ιδίωμα που έχει ξεθυμάνει χρόνια τώρα. Όχι πως ήθελα να ακούσω κάτι “παραδοσιακό”. Αυτό το έκανα σαφές στο πρώτο μέρος του κειμένου. Αλλά, ναι, μια μείξη ψηνόμουν να την ακούσω. Να αισθανθώ την ταλαιπωρία τους στην προσπάθεια να συγκεράσουν ήχους που απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα γεωγραφικά.
Το Goats, προσπαθώντας να βγάλει άχρηστα όσα έγραψα στην αρχή, ακούγεται πολύ πιο ενδιαφέρον στις δύο διασκευές παραδοσιακών κρητικών κομματιών. Η υπόλοιπη μουσική που ακούς στα αυλάκια του βινυλίου ( ναι! κυκλοφορεί και σε αυτό το format ) μοιάζει σαν ένα συνεχές κυνηγητό. Τα κρουστά μπροστά και πίσω το λαούτο ασθμαίνοντας. Προσοχή όμως. Το άλμπουμ δεν είναι κακό. Το αντίθετο. Βγάζει συναίσθημα, εμπεριέχει προσπάθεια και αγάπη. Απλά η απογείωση που περίμενα δεν ήρθε ποτέ. Ίσως βιάστηκαν. Κάποιες φορές μοιάζουν να εκβιάζουν τα κρεσέντα: ηχητικά και συναισθηματικά. Πολύ πιθανό να έπρεπε να δοκιμάσουν περισσότερο το δέσιμο τους μέσα από ζωντανές εμφανίσεις.
Η ανάμειξη στην παραγωγή του, αγαπημένου μου από τους Fugazi, Guy Piccioto δεν βοηθά. Είναι σαφώς έξω από τα νερά του, ίσως η ευθύνη να βαραίνει περισσότερο τον ίδιο και λιγότερο τους μουσικούς. Όπα, όμως, αρκετά μουσικοκριτικός ακούστηκα και βαριέμαι. Την επόμενη φορά κύριοι. Αλλά αφεθείτε κάπως παραπάνω. Θα περιμένω.
ο κουλτουριάρης