[Η Ellen Willis (1941-2006) υπερασπίστηκε ένα ριζοσπαστικό φεμινισμό, που προσπάθησε να συνδέσει τη σεξουαλική με την πολιτική απελευθέρωση. Υπερασπιζόμενη ένα αντιαυταρχικό και δημοκρατικό σοσιαλισμό, άσκησε κριτική στον κοινωνικό συντηρητισμό και στον πολιτικό αυταρχισμό και στη δεξιά, αλλά και στην αριστερή εκδοχή τους. Εναντιώθηκε στον αντιπορνογραφικό φεμινισμό, βλέποντας σε αυτόν έναν αντι-ερωτικό πουριτανισμό, έναν αυταρχικό ηθικισμό και βέβαια μια απειλή στην ελευθερία του λόγου. Υπήρξε επικριτική τόσο στην άποψη ότι τα πολιτισμικά ζητήματα ήταν πολιτικά ασήμαντα, όσο και σε δογματικές εκδοχές των πολιτικών ταυτότητας που παρουσιάστηκαν ως πολιτική ορθότητα. Έγραψε μια σειρά κειμένων για τον αντισημιτισμό, εστιάζοντας την κριτική της στον αριστερό αντισημιτισμό . Επηρεασμένη από τον Βίλχεμ Ράιχ και μια ριζοσπαστική ανάγνωση του Φρόυντ, έφυγε το 2006 ενώ εργαζόταν στη συγγραφή ενός βιβλίου για τη σημασία της ριζοσπαστικής ψυχαναλυτικής σκέψης στην ανάλυση κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων. Ο Richard Goldstein χαρακτήρισε το έργο της ως ελευθεριακό στον πυρήνα του και είπε ότι “η Ellen, η Emma Goldman και ο Abbie Hoffman μετέχουν μιας χαμένης παράδοσης – των φιλήδονων, παθιασμένων ριζοσπαστών (radicals of desire).]
Δημοσιεύτηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1997, εδώ το αρχικό κείμενο. Αναδημοσίευση από εδώ
μετάφραση: Δημήτρης Λαμπράκης
Κατά την άποψη των περισσότερων ασχολούμενων με το φεμινισμό συγχρόνων του, ο ύστερος Λας [Christopher Lasch] δεν ήταν φίλος των γυναικών. Κατά τη δεκαετία του ’70, ενόσω οι φεμινίστριες αντιμάχονταν το πρώτο κύμα της δεξιάς αντίδρασης, που ήταν υπέρ της παραδοσιακής οικογένειας και κατά των αμβλώσεων, ο Λας αύξησε τις δυσκολίες τους, εκτοξεύοντας μία από τα αριστερά επίθεση. Δεν υπήρχε τίποτα το ριζοσπαστικό, έλεγε, σχετικά με την υπόθεση της γυναικείας απελευθέρωσης. Μάλλον διευκόλυνε απλά την επέκταση του καπιταλιστικού ατομικισμού, προωθώντας την καταστροφή της κοινότητας προς όφελος μιας αδηφάγου αγοράς και ενός πατερναλιστικού “θεραπευτικού κράτους” που υπέτασσαν την ιδιωτική ζωή στη χειραγώγηση των επαγγελματιών ειδικών.
Η επιρροή του εμπορικά επιτυχημένου “Η κουλτούρα του ναρκισσισμού” του Λας, κατέστησε δημοφιλή μια νέα αντίληψη ενός αριστερόστροφου πολιτισμικού συντηρητισμού. Αυτό που εναρμονίστηκε, ωστόσο, με την κοινή γνώμη, δεν ήταν τόσο η κριτική του στον καπιταλισμό, όσο η πολεμική του ενάντια στην αναζήτηση για προσωπική και σεξουαλική αυτονομία, απηχώντας μια νεοσυντηρητική ρητορική. Πραγματικά, ο “ναρκισσισμός” μπήκε άμεσα στο πολιτισμικό λεξιλόγιο, παράλληλα με την “εγωκεντρικότητα” και τον “ηδονισμό”, ως μια δυσφήμιση στις γυναίκες που έχουν σε μεγάλη υπόληψη την ελευθερία τους.
Ο Λας προσπέρασε τη φεμινιστική κριτική σαν μια παρανάγνωση της δουλειάς του. Όμως η δημοσίευση του “Οι Γυναίκες και η Κοινή Ζωή” [αμετάφραστο στα ελληνικά] υποδηλώνει ότι μάλλον τον απασχολούσε περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να εννοηθεί. Σύμφωνα με την κόρη του, Elisabeth Lasch-Quinn, που επιμελήθηκε και τη συλλογή των κειμένων, συνεισφέροντας την εισαγωγή τους, ο Λας τα έγραψε συγχρόνως με το “Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας”, ολοκληρώνοντάς τα λίγο πριν το θάνατό του το 1994.
Το τελευταίο βιβλίο παρουσιάζει τον Λας στην πιο στρυφνή και δογματική του φάση, απορρίπτοντας την απελευθερωτική πολιτισμική πολιτική σαν τίποτα παραπάνω από την υπεροψία μιας ξεριζωμένης κοσμοπολίτικης ανώτερης τάξης. Το “Οι Γυναίκες και η Κοινή Ζωή”, παρότι έχει τις οργίλες του στιγμές, τον παρουσιάζει πιο μετρημένα ως έναν ιστορικό, εμπλεκόμενο σε ένα “μη περατώσιμο αγώνα”, όπως το θέτει σε ένα κείμενο, για να καταλάβει πώς οι συνθήκες και οι βλέψεις των γυναικών ταιριάζουν στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.
Ενώ αυτά τα κείμενα καταπιάνονται μ’ ένα ευρύ φάσμα περιόδων και θεμάτων, από τη λογοτεχνία της αγάπης στο Μεσαίωνα, μέχρι τη λατρεία της οικογενειακής ζωής τον 19ο αιώνα και τις σύγχρονες σπουδές φύλου, αυτό που υποβόσκει κάτω απ’ όλα είναι ένας υπόρρητος πολιτικός ισχυρισμός: ότι είναι δυνατό να συμπαθείς τον πόθο των γυναικών για ισότητα αλλά και να διασφαλίσεις την “κοινή ζωή” του παρελθόντος –ακόμα και να την προτιμάς από το μεταφεμινιστικό παρρόν. Τα κείμενα προσπαθούν να δείξουν ότι η γυναικεία κοινωνική ιστορία δεν είναι απλά το χρονικό μιας μίζερης θυματοποίησης αλλά ότι οι γυναίκες και οι έγνοιες τους έπαιξαν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής ζωής. Και διατείνονται ότι οι φεμινιστικοί αγώνες ενάντια στην πατριαρχική εξουσία, συνεισφέροντας στην ανάδυση του θεραπευτικού κράτους, είχαν ως ειρωνική συνέπεια την εκπτώχευση των γυναικείων ζωών μαζί με τις ανδρικές.
Η πρώτη πρόταση δεν είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη. Λίγοι μελετητές του φεμινισμού θα διαφωνούσαν με την απέχθεια του Λας για εκείνο “το είδος φεμινισμού που δε θα έβλεπε τίποτ’ άλλο στην ιστορία πέρα από την αιώνια καταπίεση των γυναικών και που θα εγκόλπωνε όλες τις διαφορές, τις πολιτισμικές μεταβολές, σε μια ολικά περίκλειστη, αδιαφοροποίητη, μονολιθική κατηγορία ‘πατριαρχίας’.” Δε θα είναι πρωτότυπο για τις φεμινίστριες ιστορικούς το ότι οι Βικτωριανές γυναίκες έπαιξαν ένα μείζονα ρόλο στην αστική ζωή ως κοινωνικές μεταρρυθμίστριες και εθελόντριες ή ότι η υπερβολική οικιακή ζωή των ’50s ήταν μία ιστορική παρέκκλιση. Ούτε πρόκειται να σκανδαλιστεί κανένας από το επιχείρημα ότι ιδέες σχετικά με το πάθος μεταξύ ίσων και το γάμο ως ερωτική φιλία αιωρούνταν γύρω από το Δυτικό πολιτισμό από την εποχή της αρχαίας Αθήνας.
Η πραγματική σύγκρουση μεταξύ του Λας και των φεμινιστικών επικρίσεων απορρέει από την ακλόνητη άρνησή του να αναγνωρίσει την οποιαδήποτε εξισορροπητική κοινωνική αξία στο σύγχρονο φιλελευθερισμό. Δεν είναι ότι οι φεμινίστριες ως σύνολο ζητωκραυγάζουν για τον εταιρικό καπιταλισμό ή για την τυραννία των ειδικών. Αντίθετα, πολλές φεμινίστριες είναι σοσιαλίστριες ή με άλλο τρόπο επικριτικές, στις μεγάλες επιχειρήσεις και στην κανονικότητα που διαμορφώνουν. Και το κίνημα των γυναικών για την υγεία υποδαύλισε μια εξαιρετικά πετυχημένη εξέγερση ενάντια στους ειδικούς.
Ακόμα ελάχιστοι θα διαφωνούσαν με το ότι η έλευση του φιλελεύθερου κράτους απηχούσε πραγματική πρόοδο για τις γυναίκες. Η καπιταλιστική αγορά διάνοιξε τη δυνατότητα ενός ανεξάρτητου από πατεράδες και συζύγους βιοπορισμού. Οι ιδέες του Διαφωτισμού για την ατομική ελευθερία και τα αναφαίρετα δικαιώματα επέτρεψαν στις γυναίκες να αγωνιστούν για τα πολιτειακά δικαιώματά τους και τελικά να θέσουν το πολύ πιο ριζοσπαστικό αίτημα διαχείρισης των ερωτικών και αναπαραγωγικών τους ζωών. Η νεωτερικότητα παρείχε το απαραίτητο πλαίσιο για τη συνέχιση των γυναικείων αγώνων προς την πλήρη αναγνώρισή τους ως υποκείμενα κι όχι σαν απλές προσθήκες στους άντρες και στα παιδιά – όχι μόνο στην πολιτισμική φαντασίωση αλλά και στην καθημερινή ζωή.
Ο Λας συνέχεια απέρριπτε, με εκνευρισμό, την κατηγορία ότι νοσταλγούσε τον παραδοσιακό πατριαρχικό πολιτισμό. Όμως αποθεώνοντας τον πλούτο της κοινωνικής ζωής αυτού του πολιτισμού και θρηνολογώντας την “αποδόμησή” του από τον φιλελεύθερο ατομικισμό[individualism], αποτυγχάνει, σχεδόν αναπόφευκτα, να πάρει στα σοβαρά την πατριαρχία – όχι σα μια μονολιθική κατηγορία αλλά ως ένα πραγματικό κοινωνικό σύστημα, στο οποίο η υποταγή της γυναίκας υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού ιστού . Υπάρχει μία έντονη προτίμηση, στην ανησυχία του Λας, σχετικά με την φεμινιστική έμφαση στον αυτοκαθορισμό. Ασκώντας κριτική στο έργο της ψυχολόγου Carol Gilligan πάνω στη γυναικεία ηθική ανάπτυξη, γράφει ότι “αυτή ψιλαφεί μια ηθική που υπερβαίνει τη συμβατική αντίθεση μεταξύ εγωισμού και αλτρουισμού. Αλλά δεν καταλαβαίνει…ότι η μόνη διαφυγή…βρίσκεται στην ανιδιοτέλεια [selflessness] που βιώνεται από αυτούς που χάνουν μες στη δουλειά τους εαυτούς τους.” Ευγενικό συναίσθημα. Αλλά για να βιώσεις την απώλεια του εαυτού [selflessness] πρέπει πρώτα να έχεις δικαίωμα σε έναν εαυτό που είναι δικός σου για να τον χάσεις, πόσω μάλλον μιας δουλειάς που στοχεύει σε αυτόν. Προτείνοντας ότι οι γυναίκες μπορούν να πετύχουν μια τέτοια υπέρβαση χωρίς να έχουν εξασφαλίσει μία πιο εγκόσμια αυτονομία είναι το ηθικό αντίστοιχο του “Ας φάνε παντεσπάνι”.
Ο ζήλος του Λας να σκιαγραφήσει τον ατομισμό [individualism] ως την πηγή όλων των κοινωνικών ασθενειών δημιουργεί μια αμφιλεγόμενη ιστορία. Σ’ ένα κείμενο για τη ζωή στα μεταπολεμικά προάστια, ισχυρίζεται ότι ο αυστηρός, έμφυλος διαχωρισμός της εργασίας εκείνης της εποχής ήταν το αποτέλεσμα της “αυξανόμενης ανησυχίας” των Αμερικάνων “από τις εξωτερικές υποχρεώσεις και εξαναγκασμούς” και την επιθυμία τους να κάνουν την πυρηνική οικογένεια ένα “προσωπικό καταφύγιο” στο οποίο οι νοικοκυρές ήταν “επιτέλους ελεύθερες να τακτοποιήσουν τα πράγματα ακριβώς όπως τους ευχαριστούσαν”.
Είναι καλά τεκμηριωμένο το γεγονός, ότι η υποχώρηση των γυναικών στο σπίτι ήταν αποτέλεσμα τεράστιων κοινωνικών πιέσεων –για παράδειγμα, της απόλυσης πλήθους γυναικών από τις δουλειές που είχαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για τους στρατιώτες που επέστρεφαν. Η εκκεντρική οπτική του Λας όμως πάνω σε αυτή την υποχώρηση, ως μια πλανεμένη προσφορά για ελευθερία, προετοιμάζει το έδαφος για τον ισχυρισμό του ότι οι φεμινίστριες, στην εξέγερσή τους ενάντια στην οικιακή ζωή των ’50s, κατέληξαν απλά κυνηγώντας το βαθύτερο στόχο τους –την αποκοπή από την κοινή ζωή– με άλλα μέσα.
Το κυρίαρχο ρεύμα του φεμινισμού, κατηγορεί ο Λας, ασχολείται αποκλειστικά με την ισότητα στην εργασία και στα επαγγέλματα. Έχει αποδεχτεί την καπιταλιστική έννοια της επιτυχίας, δυσφημώντας την απλήρωτη εργασία μέσα κι έξω από το σπίτι. Συναίνεσε στην “υποβάθμιση της οικογένειας έναντι του εργασιακού χώρου” αντί να διεκδικεί ο εργασιακός χώρος να προσαρμοστεί στις ανάγκες της οικογένειας . Οι διεκδικήσεις του για δημόσια υποστήριξη στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών[day care], που “μεροληπτεί απέναντι στους γονείς που θέλουν οι ίδιοι να μεγαλώσουν τα παιδιά τους”, κι ακόμα και το δικαίωμα της άμβλωσης σχετίζεται απλά με την εξάλειψη των εμποδίων στον οικονομικό ανταγωνισμό με τους άντρες.
Μια ακατάληπτη γκρίνια δηλαδή. Από τα ’60s, ο φεμινισμός έχει ασχοληθεί κεντρικά με τις πολιτικές της προσωπικής και πολιτισμικής ζωής. Ένα μείζον ρεύμα της σκέψης του έχει ασκήσει κριτική στον καριερισμό και κάλεσε σε μια αναδιάρθρωση της εργασίας (όπως έκανα και γω στα δικά μου γραπτά).
Η έμφαση των φεμινιστριών στην ισότιμη πρόσβαση στα επαγγέλματα δηλώνει όχι την αποδοχή των αξιών της αγοράς, αλλά την αναγνώριση ότι η οικονομική ανεξαρτησία είναι μια προϋπόθεση της κοινωνικής δύναμης. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν την day care όχι σαν ένα σχέδιο υποδούλωσης όλων στην αγορά, αλλά ως ένα τρόπο ώστε οι άντρες και η ευρύτερη κοινωνία να μοιραστεί την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών. Υπερασπίστηκαν επίσης τις λιγότερες ώρες εργασίας και άλλες μεταρρυθμίσεις σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτραπεί και στους δύο γονείς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Όσο για την έκτρωση, ήταν οι ριζοσπάστριες της γυναικείας απελευθέρωσης –ασυγκίνητες με τον καριερισμό όντας παθιασμένες με την προσωπική ελευθερία– που ηγήθηκαν στον αγώνα για τη νομιμοποίηση.
Αυτό που πραγματικά ενοχλεί τον Λας στο φεμινισμό είναι η επιμονή του να κάνει την οικογένεια ένα πολιτικό ζήτημα. Επιτίθεται στην “αδυσώπητη προπαγάνδα εναντίον της ‘παραδοσιακής’ οκογένειας” του φεμινιστικού κινήματος, την οποία παρομοιάζει με τη διαφήμιση που παροτρύνει τους καταναλωτές να “πετάξουν τις διευθετήσεις που είναι ακόμα λειτουργικές” για νέα προϊόντα. Αλλά απομακρύνεται με χορευτικά πηδηματάκια, προσπαθώντας να ξεφύγει, από την ξεκάθαρη υπόνοια ότι οι φεμινιστικές προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της οικογενειακής ζωής είναι αδικαιολόγητες και καταστροφικές.
Αντ’ αυτού, στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου υποστηρίζει ότι εφόσον η πατριαρχική οικογένεια έχει υποκατασταθεί απ’το κράτος, η συζήτηση γύρω από τις οικογενειακές αξίες είναι αδιάφορη. Προς τι τότε η ξεροκέφαλη επιμονή και η συναισθηματική ένταση; Μπορεί κανείς να συνάγει ότι η πατριαρχική οικογένεια δεν είναι και τόσο ξεπερασμένη τελικά, τουλάχιστον στα κεφάλια των ανθρώπων. Αντίθετα όμως ο Λας κατηγορεί αυτούς τους πάσης χρήσεως βαρβάρους, τους “επαγγελματίες θεραπευτές ”, που το μόνο τους ενδιαφέρον είναι η διακήρυξη μιας κρίσης στην οικογένεια που απαιτεί την παρέμβασή τους.
Ο Λας επίσης κατηγορεί τις φεμινίστριες ότι στοχοποιούν την οικογένεια για να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν τη γυναικεία καταπίεση από τους άνδρες . “Μια τέτοια διερεύνηση”, εξηγεί, “μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα, το εξαιρετικά δυσάρεστο για την ευαισθησία της διαφωτισμένης μας εποχής, ότι δε μπορεί κάθε αντιπαράθεση να βρει μια προφανή θεσμική λύση”. Αν η κατηγορία είναι λίγο κομφουζιονιστική –εξάλλου για πολύ κόσμο “ο φεμινισμός” είναι συνώνυμος της μισανδρίας– η εξήγηση υποδηλώνει ότι ο Λας είχε ένα δικό του πρόβλημα αποδοχής: δε μπορούσε να παραδεχτεί ότι περισσότερο ήταν η απαισιοδοξία του σχετικά με τη μάχη των φύλων που οδήγησε στην αντιπαθειά του για τη “διαφωτισμένη εποχή μας”, παρά το αντίστροφο.
“Η Κουλτούρα του Ναρκισσισμού” περιέχει μια εύστοχη περιγραφή -–μια ριζοσπάστρια φεμινίστρια δε θα μπορούσε να το γράψει καλύτερα– των σχέσεων αντρών-γυναικών μετά την ανάδυση της γυναικείας συνειδητοποίησης . Η γυναίκα διψάει για πραγματική ισότητα· ο άντρας, προς πικρή της απογοήτευση, αντιστέκεται. Το αποτέλεσμα είναι ένα ρήγμα γεμάτο οργή και αποξένωση που κάποτε θα γεφυρώνονταν με αποδοχή, χιούμορ, ιπποτισμό, φιλοσοφικά τσιτάτα. Για τον Λας, ο φεμινισμός διαρρηγνύει την κοινή ζωή εγείροντας ελπίδες που δε θα μπορέσουν ποτέ να ικανοποιηθούν πλήρως. Ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων του για τις γυναίκες, πενθεί τις απώλειες των ανδρών.