Ο όρος “bullying” (“σχολικός εκφοβισμός”) είναι ένας όρος που σκοπίμως επισκιάζει αυτό το οποίο στη πραγματικότητα περιγράφει. Εισήχθη στο ελληνικό ποπ λεξιλόγιο κυρίως από τα δυτικά ΜΜΕ και από στόματα πολιτικών, ως κάτι που γενικά είναι απεχθές και πρέπει να καταπολεμηθεί.
Συνήθως τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ κάνουν λόγο για παιδιά με “ευαίσθητη ψυχοσύνθεση” που είναι “ευάλωτα” σε επιθέσεις άλλων. Πολύ συχνά το ζήτημα ιατρικοποιείται και “ψυχολόγοι” κάθε είδους παίρνουν θέση για τις διάφορες όψεις των περιστατικών, οι οποίες παρουσιάζονται σχεδόν πάντα ίδιες: Κάποια παιδιά στο σχολείο είναι επιθετικά, στοχοποιούν κάποιο “εύκολο” θύμα το οποίο κιόλας περιγράφεται ως τέτοιο με λίγη επίκριση, σα να μην έχει φτάσει στο επίπεδο να θωρακιστεί από τις κακοτοπιές ακόμα. Γενικά, παρουσιάζεται μία απόκλιση από τη “νόρμα” που κάπως πλασάρεται ως υπαρκτός και ολίγον τι έγκυρος λόγος για να προκαλέσει κακοπροαίρετα βλέμματα και σχόλια. Και κάπως έτσι φτάνουνε να μιλάνε για “ψυχολογικά προβλήματα” που οδήγησαν σε αυτοκτονία, και μπαίνουν στο αδιάκριτο μικροσκόπιο ειδησεογραφικών ή κίτρινων πάνελ η ζωή και ο θάνατος του θύματος.
Ο όρος “bullying” κατά τη γνώμη μου απομειώνει το κάθε περιστατικό και τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις που επίδρασαν σε ανάλογες συμπεριφορές, σε αυτό το μοτίβο που περιγράφηκε, και με το αντίστοιχο φυσικό συμπέρασμα: “τα παιδιά είναι παιδιά, πρέπει να εισάγουμε περισσότερες μεθόδους ελέγχου και πρόληψης στο σχολικό περιβάλλον ώστε να αποφευχθούν νέα περιστατικά”.
Το ελληνικό σχολείο από την ίδρυσή του έχει το ρόλο της επιβολής της ελληνικής παιδείας και της εθνικής συνείδησης. Ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες στην εθνική πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης, η γλώσσα, η θρησκεία, ο μισογυνισμός και η ετεροκανονικότητα ήταν και είναι εργαλεία πειθάρχησης και εθνικής ομογενοποίησης. Αυτό που τώρα ονομάζουν “bullying” είναι μια διαδικασία με αμέτρητες ιστορίες κατά την οποία κάποιοι μαθητές έχουν τον ακούσιο ρόλο, να στρέφονται ενάντια σε συμμαθητές τους επιχειρώντας να τους συνετίσουν στα εκάστοτε εθνικά, χριστιανικά, ετεροκανονικά πρότυπα. Γιατί η πειθάρχηση που ισχύει για αυτούς πρέπει να ισχύει και για τους άλλους. Και έτσι τα τελευταία χρόνια στην ελλάδα μάθαμε για δύο αυτοκτονίες αγοριών ως άμεσο αποτέλεσμα συνεχών επιθέσεων από ομάδες “νταήδων” στο εκπαιδευτικό τους περιβάλλον, μία του Βαγγέλη Γιακουμάκη που πήγαινε στο πανεπιστήμιο και μία του Ν. που πήγαινε λύκειο.
Με λίγα λόγια, το σχολικό περιβάλλον όσο υπάρχει όπως το γνωρίζουμε στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους με εικονίτσες του χριστούλη στις αίθουσες και πρωινή προσευχή, κι όσο λογοκρίνονται κατά τη διδασκαλία οι ιδιωματισμοί και οι εθνικές γλώσσες πέραν της νέας ελληνικής, όσο οι μαθητές λαμβάνουν μέρος σε παρελάσεις και τους απονέμονται αριστείες, όσο υπάρχουν δάσκαλοι που αναπαράγουν τις διακρίσεις στη διδασκαλία χωρίς καμία κριτική στάση, και όσο υπάρχουν γονείς που εκθέτουν τα παιδιά τους σε σεξιστικό και μισαλλόδοξο λόγο στο σπίτι, τόσο θα υπάρχουν πιτσιρίκια που θα αναπαράγουν αυτή τη βία στους συνομήλικούς τους, νομίζοντας ότι κάνουν υπερήφανους τον εαυτό τους ή αυτούς από τους οποίους παραδειγματίζονται.
Οπότε, το σχολείο δεν είναι μία αυτόνομη φούσκα όπου ξεπηδάνε για άγνωστους λόγους τραμπούκοι και θύματα. Στην ελληνική κοινωνία που είναι βαθιά πατριαρχική, ρατσιστική και χριστιανική, τα παιδιά οφείλουν από τα πρώτα στάδια κοινωνικοποίησής τους να αποδείξουν ότι θα ικανοποιήσουν αυτές τις προσδοκίες. Ένα παιδί που προσπαθεί να επιβληθεί σε ένα άλλο, εξευτελίζοντάς το δημόσια ή σε ιδιωτικές τους συνομιλίες επειδή μιλάει με προφορά τα ελληνικά, επειδή δεν τα πάει καλά με τη γυμναστική, επειδή είναι λίγο “φλώρος” ή οτιδήποτε άλλο, είναι ένα παιδί που έχει ενσωματώσει πλήρως κυρίως από το οικογενειακό περιβάλλον ότι τα αγόρια πρέπει να είναι αγόρια και τα κορίτσια πρέπει να είναι κορίτσια, όπως και το ότι τα ελληνάκια έχουν κάποιου είδους ανωτερότητα και αντίστοιχα προνόμια απέναντι στα υπόλοιπα παιδάκια. Κι αυτές οι ετεροκανονικές και ρατσιστικές αντιλήψεις δεν μπορούν να είναι απλά “απόψεις” ή “ιδιωτικό ζήτημα” για το τι αξίες και ηθική θα περάσει στα παιδιά της κάθε οικογένεια. Αυτά συνιστούν βία και σε ψυχολογικό και σε φυσικό επίπεδο, καταδικάζουν τα παιδιά σε φορείς και δέκτες μίας βίας που όταν συναντιέται σε τέτοιες ηλικίες είναι εγκληματική.
Στην τελική, ένα παιδί δεν είναι υποχρεωμένο να πρέπει να προστατευθεί από τους γύρω του επειδή δεν επιτελεί κοινωνικά ορθά το βιολογικό του φύλο. Κατ’αρχάς δεν ξέρει καν ότι αυτό κάνει. Πρέπει να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μαθαίνοντάς τους ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τέτοιου είδους προσδοκίες. Είναι ενάντια σε κάθε λογική να βλέπεις ένα παιδί να κοροϊδεύει κάποιο άλλο σε τέτοια βάση. Προφανώς και οι γονείς του παιδιού που εκδηλώνει βίαιες συμπεριφορές, είναι υπόλογοι. Το πώς γίνεται ποτέ να μην αναρωτιέται κανείς γι αυτούς μου φαίνεται εντελώς παρανοϊκό.
Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι τρόποι πειθάρχησης και επιβολής του “εθνικού αισθήματος” στο σχολικό περιβάλλον. Όταν πρόκειται για αλβανάκι, μαύρη, μουσουλμάνα ή ρομά, οι γονείς των ελλήνων μαθητών δίνουν συγκεκριμένες οδηγίες στα παιδιά τους να απομονώνουν τους συμμαθητές τους. Ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων θα οργανώσει και διαδήλωση για να μην γίνονται δεκτά στο σχολείο, να μη λάβουν έπαινο, να μην αναγνωριστούν για το (διπλό) κόπο τους κρατώντας τη κωλοσημαία τους. Συνήθως αυτά δεν εντάσσονται στα περιστατικά “bullying” από τα ΜΜΕ, κι όταν παίρνουν διαστάσεις είναι απλώς αντιδράσεις νοικοκυραίων και οικογενειαρχών που είναι λίγο ακραίες. Πλέον κανείς δεν ασχολείται με το θύμα. Αντίθετα, γίνεται ένας άτυπος διαγωνισμός στο δημόσιο λόγο για το πόσο πρέπει να αμβλυνθεί η ελληνική “εθνική ταυτότητα” για να χωρέσει νέες μειοψηφίες και να τις βαφτίσει “ελληνικές” (αγαπημένο θέαμα πατριωτών αριστερών η μαύρη ή μουσουλμάνα σημαιοφόρος στις εθνικές γιορτές ως προοδευτική αντίληψη του έθνους).
Είναι δεδομένο πως αυτή η διαδικασία πειθάρχησης και επιβολής της εθνικής ιδεολογίας που συντελείται στα ελληνικά σχολεία καμιά φορά θα έχει και θύματα νεαρά αγόρια με “ευαίσθητη ψυχοσύνθεση” που δεν άντεξαν (sic), και μέχρι να τεθεί από κομμάτι των εκπαιδευτικών και των φοιτητών/μαθητών υπό αμφισβήτηση συνολικά η δομή του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος και η έννοια της “εκπαίδευσης” θα έχουμε συνεχώς αντίστοιχες ιστορίες, τόσες όσα μοναδικά παιδιά φοιτούν στα ελληνικά σχολεία.