Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να αναλύσει ιδιαίτερα. Ούτε, φυσικά, να μιλήσει για την ιστορία της 17Ν και των μελών της. Βρέθηκα στην ιστορική δίκη στις φυλακές Κορυδαλλού, αλλά ούτε η προσωπική μου γνώμη για όσα είδα επηρεάζει όσα γράφω τώρα. Φυσικά και δεν πρόκειται να σχολιάσω τη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στο Σάββα Ξηρό. Θα υπονόμευα τη νοημοσύνη μου και θα ξεφτύλιζα την έννοια του ανθρωπισμού.
Αλλά εδώ μιλάμε για λογοκρισία. Απλά και καθαρά. Και όχι στην εποχή του “χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα” αλλά στην εποχή της αριστερής διακυβέρνησης. Εντάξει η κυβέρνηση Τσίπρα-σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο-έχει πλέον αποδείξει πως λειτουργεί όπως από την αρχή επιθυμούσε και δεν το παραδεχόταν: με την κυνική αναλγησία του νεοφιλελευθερισμού. Απλά οι τέχνες, με τα πολλά καλά τους, λειτουργούν πολλές φορές και ως κολυμβήθρες προοδευτικότητας. Αμ δε, ούτε καν.
Κάποτε ρώτησαν το συγγραφέα Ρομπέρτο Μπολάνιο τι τον κάνει να βαριέται θανάσιμα. Είχε απαντήσει πως θεωρώντας τη Δεξιά κενή λόγου, τον κάνει να βαριέται θανάσιμα (και να απογοητεύεται προφανώς) ο κενός λόγος της Αριστεράς. Νομίζω πως ο Μπολάνιο, αν ζούσε, δεν θα απογοητευόταν απλως. Προφανώς και θα εξαγριωνόταν.
Είναι άλλο πράγμα να ξεσηκώνονται ενάντια σε ένα έργο τέχνης (ποιου επιπέδου δεν θα το εξετάσω και δεν έχει καμία σημασία) οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι: χριστιανοταλιμπάν, η επίσημη εκκλησία, η δεξιά, τα φασισταριά και τα πρώτα τους ξαδέλφια οι νεοφιλελέ, οι πατριώτες και άλλο να ασκούνται κάθε είδους πιέσεις (μέχρι και η πρεσβεία της χώρας των ελεύθερων και των γενναίων έβγαλε φιρμάνι) και μέσα από την υποτιθέμενη “προοδευτική” διακυβέρνηση. Πιέσεις που, υποθέτω, ότι ανάγκασαν-οικειοθελώς πάντα, μην μας πουν και λογοκριτές-να κατέβει η παράσταση Ισορροπία του Nash.
Για πια τέχνη μιλάμε,τουλάχιστον στο Ελλάντα; Πως αντιλαμβανόμαστε την ανεξαρτησία στην Τέχνη εδώ; Υπήρξε ποτέ; Η απάντηση είναι προφανής αρκεί αρχικά κανείς να κοιτάξει το λόγο-για την κοινωνία,την πολιτική, την καθημερινότητα- των λεγόμενων διανοούμενων. Κρατικοδίαιτοι παρατρεχάμενοι πολλέ φορές προσκολλημένοι στο άρμα της αριστεράς ήταν οι περισσότεροι. Τυχαίο; Ας μην μιλήσουμε για τη λειτουργία της Τέχνης σε αισθητικό και συμβολικό επίπεδο, εκεί που πραγματικά έγκειται και η αληθινή ελευθερίας της αλλά και η αξίωση προς αυτή. Εδω ή τέχνη ήταν πάντα ένα όχημα μιας εξουσιαστικής αφήγησης, ένας οδηγός τη δημιουργίας ενός κράτους από το τίποτα. Το ξέρω πως μπαίνω σε βαθιά νερά. Αλλά είτε μιλάμε για την εθνικοπατριωτική αφήγηση μιας αρχαίας δόξας που εντάσσει ακόμη και άθεους (να πω για τον Καζαντζάκη;) στο κλέος της, είτε για μια μοιρολατρική αφήγηση ήττας που προσπαθεί να κρύψει πως είχε τις ίδιες επιδιώξεις με τους νικητές (την κατάληψη της εξουσίας δηλαδή) χτυπώντας στο θυμικό και το συναίσθημα, ο παρανομαστής είναι ο ίδιος.
Και δεν είναι άλλος από την εργαλειακή χρήση της τέχνης για συγκεκριμένους σκοπούς που δεν έχουν απολύτως καμιά σχετικότητα με την ελευθερία αυτής και την υπέρβαση που αυτή προϋποθέτει. Με αυτό τον τρόπο λογοκρίνεις χωρίς να λογοκρίνεις. Είτε γιατί θίχτηκε η εκκλησία για έναν πούτσο κάποτε, γιατί θίχτηκαν οι γαύροι από μια παράσταση θεάτρου, είτε γιατί η κάθε πολιτικάντισα που έχει το θράσος να βασίζει την καριέρα της ακόμη και σε ένα θάνατο φωνασκεί. Για την τέχνη και τον πολλαπλό ρόλο που θα μπορούσε να παίζει, κανείς δεν θα φωνάξει γιατί όλοι είναι έτοιμοι να τη στείλουν στο διάολο όταν αυτή δεν συμβαδίζει με τις επιδιώξεις τους και τη μικρόνοα αισθητική τους.
Οπότε πλέον η λογοκρισία δεν έχει μία κατεύθυνση, ούτε εκπορεύεται από κάπου συγκεκριμένα. Είναι διάχυτη παντού.
ο κουλτουριάρης