Πάνω από εξακόσιες σελίδες γεμάτες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, παλιές φωτογραφίες, ένα αναλυτικό ιστορικό μουσικών κυκλοφοριών, πλούσια βιβλιογραφία. Αυτά προσφέρει απλόχερα στον αναγνώστη το «Κοινωνικά Απόβλητα»; Η Ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα, 1979-2015 (Γιάννης Κολοβός, εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2015), που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό, εξαντλήθηκε τους τρεις πρώτους μήνες και τώρα απολαμβάνει τη δεύτερη έκδοσή του.
Ένα βιβλίο απαραίτητο για όλους όσοι επιθυμούν να μάθουν πώς ξεκίνησε το πανκ στην Αθήνα, πού ήταν τα πρώτα στέκια των πανκς, τι σχέση είχε η μουσική με το καταληψιακό κίνημα και τον αναρχικό χώρο, ποια ήταν η θέση των γυναικών σε έναν ανδροκρατούμενο –κατά βάση- κόσμο, ποιες ήταν οι ηθικές αξίες και οι κώδικες αυτού του «αλήτικου» μουσικού στυλ και ένα σωρό άλλα ερωτήματα.
Με όχημα τις προσωπικές αφηγήσεις αρκετών μελών της τότε και της τώρα πανκ σκηνής, ο Γιάννης Κολοβός κατορθώνει με αξιοζήλευτο τρόπο να μας εισάγει στο μικρόκοσμο της πανκ νεολαίας και να αναδείξει τη σημασία αυτού του πολιτισμικού προϊόντος για τη διαμόρφωση μιας αντιεξουσιαστικής έκφρασης που θα ξέφευγε από τα στενά όρια της πολιτικής αγκιτάτσιας και θα επιδίωκε να δώσει φωνή στις αντικομφορμιστικές ανησυχίες κάθε είδους.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για το βιβλίο, αλλά ας σταματήσουμε κάπου εδώ. Ας επιτρέψουμε στον ίδιο το συγγραφέα να μας πει το πώς και το γιατί επέλεξε να καταγράψει την ιστορία της πανκ σκηνής της Αθήνας. Άλλωστε, στην πλούσια και ενδιαφέρουσα συνέντευξη που κάναμε με τον συγγραφέα, μάλλον γεννιούνται ερωτήματα παρά προκύπτουν απαντήσεις. Ακριβώς ο στόχος που πρέπει να έχει κάθε βιβλίο που σέβεται τον εαυτό του.
1.Η πρώτη ερώτηση είναι συνήθως ένα αφόρητο κλισέ. Γιατί πήρες την απόφαση να γράψεις την ιστορία της πανκ σκηνής στην Αθήνα;
Γύρω στο 2000, η αίσθηση που μου είχε δημιουργηθεί ήταν ότι αυτό που λέγαμε πανκ -και σε πείσμα όσων το είχαν κηδέψει πολλάκις έως τότε– υπήρχε ακόμα γύρω μας. Υπήρχε στην αγοραία του μορφή, με τις μοϊκάνες του Μπέκαμ στο Μουντιάλ του 2002 και την «πανκ κολεξιόν» σε ένα από τα καλά καταστήματα ένδυσης της Ερμού. Υπήρχε και στην αυθεντική μουσική του μορφή, με τους Χάσμα ή τους Vodka Juniors. Και το παράξενο ήταν πως ενώ σιγά σιγά η μουσική βιομηχανία εισερχόταν στη μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, η σκηνή πανκ ενδυναμωνόταν – ας δούμε τη δημοφιλία των Χάσμα, οι οποίοι όχι μόνο δεν ενοχλούνταν που το κοινό «κατέβαζε» τα τραγούδια τους από κάποιο παροχέα του διαδικτύου, αλλά προέτρεπαν τον κόσμο να το κάνει. Η διαπίστωση αυτή γεννούσε μια σειρά νέων ερωτημάτων: Πού είχαν πάει οι παλιοί πανκς και τι είδους αποτυπώματα είχε αφήσει η ενασχόληση με τη σκηνή πανκ στη ζωή τους; Γιατί οι νεότεροι έψαχναν να ακούσουν (ή και να αποκτήσουν αντί σημαντικών ποσών) τους πρώιμους πανκ δίσκους; Τι σήμαιναν οι στίχοι της «Μπασταρδοκρατίας» για όσους ήταν έφηβοι το 2003 και τι το 2008 ή το 2009; Ποιος, κατά τη διάρκεια των «Δεκεμβριανών», είχε γράψει στην αρχή της Πατησίων εκείνο το τεράστιο «ξυπνάτε, πεθαίνω» και γιατί αυτό και όχι κάτι άλλο; Όλα αυτά τα ερωτήματα –και πολλά ακόμα– αποτέλεσαν τις αφορμές για να ασχοληθώ με την ιστορική πορεία της σκηνής πανκ στην Αθήνα, στην πόλη από την οποία προέρχονταν και οι προσωπικές μου εμπειρίες.
2. Πόσο εύκολο είναι να αποτυπωθεί γραπτώς ένα ανατρεπτικό μουσικό κίνημα, όπως το πανκ, που αρνείται τις παραδοσιακές φόρμες αφήγησης και προτιμά το σοκ;
Το «shock effect», η επίδραση του σοκ, αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων πανκς. Στην ιστορική της πορεία, η πανκ σκηνή –όταν ακριβώς γίνεται «σκηνή»– έδωσε περισσότερο έμφαση στη δημιουργία «υποδομών», ήτοι στην έκδοση φανζίν, στη διοργάνωση «αυτοοργανωμένων» συναυλιών, στη συζήτηση για την παραγωγή δίσκων από τα ίδια τα συγκροτήματα, στη συγκρότηση ενός δικτύου διανομής των τεχνουργημάτων, αλλά και στη σύνδεσή της με το διεθνές δίκτυο των σκηνών πανκ. Από εκείνη τη στιγμή η επιθυμία της πρόκλησης σοκ βαθμιαία εξασθενεί. Άλλωστε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δημιουργήθηκαν διαχύσεις μεταξύ των υποπολιτισμών και στυλιστικά crossover, τα δε ακραία στοιχεία της πανκ εμφάνισης έπαψαν να σοκάρουν στις αρχές της επόμενης δεκαετίας ή διαχύθηκαν στο νεανικό πληθυσμό. Μετά την επιτυχία των Nirvana και συγκροτημάτων όπως οι Green Day και οι Offspring, έβλεπε κανείς να φορούν αρβύλες Dr. Marten’s οι μισοί μαθητές λυκείου των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας. Λίγο αργότερα, τα τατουάζ και τα piercing έγιναν μάλλον ενδείξεις «προχωρημένης καλαισθησίας» και λιγότερο όπλα «σημειολογικού ανταρτοπολέμου» σαν και εκείνου που περιγράφει ο Dick Hebdige αναφερόμενους στους πρώτους πανκς. Αφού λοιπόν ξεχάσουμε το ζήτημα του shock effect θα πρέπει να δούμε κατά πόσο οι ίδιοι οι (πρώην ή και νυν) πανκς επιθυμούσαν να ιστοριογραφηθούν. Μόλις λοιπόν άρχισα την έρευνά μου διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι από τις παλιότερες γενιές των πάνκηδων μάλλον επιθυμούσαν διακαώς κάτι τέτοιο. Και μιλάω για βιογραφικές αφηγήσεις που διήρκεσαν τρεις και βάλε ώρες η κάθε μία – με τις απομαγνητοφωνήσεις να καταλαμβάνουν πάνω από εκατό σελίδες! Άρα, το «κίνημα» αυτό ήδη είχε αποκτήσει ένα είδος συλλογικής μνήμης, η οποία αποτυπωνόταν προφορικά στις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στις «παλιοπαρέες». Συνεπώς, η γραπτή αποτύπωσή τους δεν υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη, ήταν όμως χρονοβόρα.
3. Δεδομένης της ενεργούς συμμετοχής σου στην τότε πανκ σκηνή, είτε με το φανζίν B-23 είτε ως μέλος του συγκροτήματος Κοινωνικά Απόβλητα;, κατάφερες να διατηρήσεις την απαραίτητη απόσταση μεταξύ «συγγραφέα» και «πρωταγωνιστή». Φταίνε τα χρόνια που πέρασαν ή σε κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό οι πρωτογενείς συνεντεύξεις ανθρώπων που τα έζησαν όλα αυτά και τα παρουσιάζουν αρκετά γλαφυρά στο βιβλίο;
Υπήρξα ανέκαθεν «ψυχρόαιμος» και η κατάσταση χειροτερεύει όσο περνούν τα χρόνια. Από τα δεκαεπτά μου μού άρεσε η εικόνα του μπαροουζικού public agent – όχι του «πρωταγωνιστή» (που ουδέποτε υπήρξα): «So I am a public agent and I don’t know who I work for, get my instructions from the street signs, newspapers and pieces of conversation I snap out of the air the way a vulture will tear entails from other mouths». Οι εξαιρετικές «αφηγήσεις ζωής» που καταγράφηκαν, η επιλογή των κατάλληλων ερευνητικών και ερμηνευτικών εργαλείων και ο συνεχής αναστοχασμός (έτσι όπως τον συνέλαβε και τον χρησιμοποίησε ο Bourdieu) υπήρξαν οι παράγοντες που διαμόρφωσαν το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής. Θέλω να ελπίζω με τρόπο γόνιμο…
4. Το βιβλίο σου είναι το τρίτο κατά σειρά, ύστερα από Το «πρόβλημα νεολαία» – Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα: 1964-1974 (Κώστας Κατσάπης, εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2013) και το «Σταμάτα να μιλάς για θάνατο μωρό μου»: Πολιτική και κουλτούρα στο ανταγωνιστικό κίνημα στην Ελλάδα 1974-1998 (Νίκος Σούζας, ελευθεριακές εκδόσεις Ναυτίλος, 2015), που πιάνει τον πολιτιστικό και μουσικό παλμό της νεολαίας. Διαβάζοντας κάποιος και τα τρία βιβλία μπορεί εύκολα να συμπεράνει πως το ένα ξεκινά από εκεί που τελειώνει το άλλο και πως τελικά το πανκ υπήρξε η φυσική συνέχεια των ροκ «παραστρατημάτων» των νεολαίων μέχρι και την πτώση της Χούντας. Νιώθατε εσείς τότε ότι έχετε κάτι κοινό με την προηγούμενη γενιά ή ήταν απαραίτητο να απομακρυνθείτε;
Για την ιστορία θα πρέπει να προσθέσουμε και το Ροκ παγκοσμιότητα και ελληνική τοπικότητα (Νίκος Μποζίνης, εκδόσεις Νεφέλη, 2007). Δεν νομίζω ότι υπάρχουν παρθενογενέσεις σε αυτού του είδους τα ρεύματα, δεν είναι όμως σίγουρο ότι τα στοιχεία της συνέχειας είναι ορατά από τα υποκείμενα σε πραγματικό χρόνο. Θυμάμαι ότι μαζί με μια ομάδα πάνκηδων είχαμε προσπαθήσει να μπούμε σε μια συναυλία της ΑΕΤΑ στο θεατράκι του ΕΑΤ-ΕΣΑ (αν δεν με απατά η μνήμη μου για το χώρο). Είχε λοιπόν μπει μπροστά ο Ν. Άσιμος και προσπαθούσε να μας πείσει να βγάλουμε κάποια εισιτήρια, «για ενίσχυση», «για τα χαμαλίκια που είχαν ρίξει οι διοργανωτές», «για να υποστηρίξουμε τις μπάντες μας (τις πάνκικες) που έπαιζαν», «να βοηθήσουμε να ξαναγίνουν τέτοιες συναυλίες». Αφού τον κράξαμε («άντε πλίσου», «άει κουρέψου», «βούλωσε το κακομοίρη», «κάνε πέρα παλιοχίπη»!) μπήκαμε χωρίς κανένα ίχνος αλληλεγγύης, συντροφικότητας και σεβασμού. Φαντάζομαι ότι οι χειρονομίες αυτές αποτελούσαν πράξεις δήλωσης μιας αυτονομημένης υποπολιτισμικής ταυτότητας, αλλά και εφηβικού θράσους. Σίγουρα οι πανκς έκαναν μια τομή και αυτό φάνηκε στους ακραία επιθετικούς στίχους (σε αντίθεση με τη μεμψιμοιρία των ροκάδων) ή στις διαφορές μεταξύ ΑΕΤΑ (την οποία πιθανώς διέλυσαν οι ματαιοδοξίες των καλλιτεχνών) και «αυτοοργανωμένων συναυλιών» οι οποίες στηρίχθηκαν σε ένα δόγμα DIY που δημιούργησε δομές και μηχανισμούς πέρα από τους καλλιτέχνες, πολύ πιο συμμετοχικούς. Άρα, έχουμε και συνέχειες και τομές, με το ρυθμό να τον δίνει η καθημερινότητα της συμβίωσης (ή και των όποιων ανταγωνισμών) στους ίδιους τόπους (στην Πλάκα, στα Εξάρχεια). Υπήρξε όμως και ζήτημα ηλικιακό. Θυμάμαι ότι στην πρώτη συναυλία των Κοινωνικών Απόβλητων; στο 127 DB των Εξαρχείων, ο κιθαρίστας μας έφτασε χωρίς… κιθάρα! Την κιθάρα της μας δάνεισε η (σχεδόν συνομήλικη) Εύη από τους No Man’s Land (οι οποίοι είχαν παίξει στον ίδιο χώρο την προηγούμενη και είχαν φυλαγμένα εκεί τα όργανά τους) παρά τις στυλιστικές διαφορές των μπαντών, αλλά και νοοτροπιών (οι «ήπιοι» ψυχεδελικοί και οι «κανίβαλοι» χαρντκοράδες). Με δεδομένο ότι δύσκολα έδινε κανείς το όργανό του σε άλλον – πόσο μάλλον σε κάποιον πανκ που έσκαγε στις συναυλίες τόσο χύμα που ούτε την κιθάρα του δεν έφερνε!
5. Η σκηνή στους Απαράδεκτους όπου ο νεαρός καταληψίας ρωτάει τον Σπύρο Παπαδόπουλο αν η φράση «εγώ ήμουν στο Πολυτεχνείο» αναφέρεται στο Πολυτεχνείο στην Πατησίων, είναι ενδεικτική των σχέσεων της πανκ νεολαίας με τους παλιότερους αγωνιστές; Ήταν τελικά μόνο ο αναρχικός χώρος και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά αυτοί που αγκάλιασαν τα «παιδιά με τα περίεργα κουρέματα»; Και αν ναι, πόσο εύκολη ήταν η ώσμωση μεταξύ πολιτικού και πολιτιστικού προτάγματος;
Εκ πρώτης όψεως κάπως έτσι ήταν. Στο βάθος όμως κουβαλάει κανείς στοιχεία και της γονεϊκής κουλτούρας και της περιοχής στην οποία μεγάλωσε. Σχολείο τελείωσα στην Καισαριανή, είχα λοιπόν πολύ δυνατές μέσα μου τις εικόνες από το Σκοπευτήριο, από εκεί που «οι ναζί σκότωναν παιδιά» (και ας μην είχα πάει τότε ακριβώς στον χώρο των εκτελέσεων). Είχαμε μάλιστα δημιουργήσει και τους δικούς μας παιδικούς μύθους: Στα σκουριασμένα δοκάρια (στην πραγματικότητα ήταν κάτι κατασκευές σαν τους μηχανισμούς στα ρολά, προφανώς για να ανεβάζουν τους στόχους για τη σκοποβολή) που παίζαμε, οι Γερμανοί έδεναν και βασάνιζαν «τους αγωνιστές»! Έτσι λέγαμε. Όσο λοιπόν και αν πλακωνόμουν με τους κνίτες, κάπου βούρκωνα όταν άκουγα ότι «το εμβατήριο που τού ’μαθαν να λέει ήταν φασιστικό και ντρέπονταν να κλαίει». Φυσικά, δεν θα παραδεχόμουν ότι με συγκινούσε αυτό το τραγούδι που ήταν κνίτικο επειδή οι κνίτες ήτανε σαφώς εναντίον του ροκ και θεωρούσαν τους πανκ «φασίστες» και «αλήτες», ενώ φασίστες ήτανε, πίστευα, εκείνοι που καπελώνανε όλο το σχολείο για να κάνουν τις δουλειές τους: Μόλις δολοφονήθηκε ο Μ. Καλτεζάς αρνήθηκαν την πρότασή μου (ως μέλος του δεκαπενταμελούς) για αποχή και κινητοποιήσεις, ενώ κατέβασαν το σχολείο σε αποχή όταν μία «συντρόφισσά τους» πήρε αποβολή σε κάποιο άλλο σχολείο επειδή έδινε φύλλα του Οδηγητή! Κάπως έτσι συγκροτούνταν η πολιτική ταυτότητα ενός εφήβου της εποχής, με βάση την εμπειρία της καθημερινότητας. Τώρα, οι αναρχικοί ήταν «σωστοί» επειδή τα πάνκικα και τα ροκ συγκροτήματα παίζανε στις συναυλίες συμπαράστασης ή «εναντίον της καταστολής» που διοργάνωναν. Ή επειδή οι Sex Pistols μιλούσαν για «Anarchy in the UK» και οι Crass έβαζαν στους δίσκους τους αλφάδια με το κιλό! Και φυσικά, κατά τη διάρκεια των «επιχειρήσεων Αρετής» όλοι μοιράζονταν το ξύλο και τις προσαγωγές. Στον δε Ελεύθερο Τύπο και στην Κομμούνα που πήγαινα το Β-23 για να πουληθεί, αγόραζα και τον Σπάστη, βιβλία του Κέρουακ, πήρα το Do It! και το Επανάσταση για την καύλα της, αλλά και το βιβλίο για το SPK ή το ’68: Η παγκόσμια έκρηξη, όλα τα μεγάλα αναγνώσματα της αντικουλτούρας της εποχής. Μπακούνιν πάντως και Κροπότκιν εξακολουθώ να μην έχω διαβάσει καθόλου!
6. Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, εν αντιθέσει με άλλες χώρες, όπου η πανκ κουλτούρα αυτονομήθηκε αρκετά από τις πολιτικές συλλογικότητες και χάραξε αυτόνομη μουσική πορεία, στην Ελλάδα το πανκ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα πολιτικά προτάγματα του α/α χώρου. Μήπως αυτή η πρόσδεση εμπόδισε τη μουσική εξέλιξη της πανκ σκηνής;
Η πολιτική και η υποπολιτισμική ταυτότητα σε επίπεδο υποκειμένων βρίσκονται υπό μόνιμη διαπραγμάτευση και σε μια παραπληρωματική μεταξύ τους σχέση. Πότε υποχωρεί η μία και διογκώνεται η άλλη, ενώ συχνά αυτή η σχέση αλλάζει έπειτα από λίγο. Πάντως, ιδιαίτερα τα άτομα της πρώτης γενιάς του πανκ με τα οποία μίλησα, μάλλον επιθυμούσαν να προβάλλουν την αυτονομία της «προσωπικής» τους ταυτότητας σε σχέση με την πολιτική υπαγωγή στον α/α χώρο. Ως προς την εξέλιξη της πανκ σκηνής, πιστεύω ότι μια χαρά εξελίχθηκε μουσικά. Αν υπήρχε λιγότερη ή καθόλου, να το πω έτσι, πολιτικοποίηση τότε πιθανότατα δεν θα υπήρχε σήμερα και πανκ σκηνή. Έτσι πιστεύω δηλαδή…
7. Περίπου 40 σελίδες είναι αφιερωμένες στη θέση των γυναικών εντός της πανκ σκηνής. Με βάση τις συνεντεύξεις που έκανες και τη δική σου εμπειρία καταλήγεις ότι οι πάνκισσες έπρεπε συχνά να συμπεριφερθούν «αρρενωπά» για να κατακτήσουν το σεβασμό των ανδρών πανκς. Σε πρόσφατο τεύχος του περιοδικού ΜΙΓΑΔΑ – φεμινιστική έκδοση, η συντακτική του ομάδα θεωρεί λάθος τη θέση σου γιατί κρίνεις με βάση την «αντρική ματιά». Από την άλλη, ο οποιοσδήποτε θεατής αυτοοργανωμένων συναυλιών μπορεί εύκολα να παρατηρήσει την απουσία γυναικών από τα συγκροτήματα ή το (δικαιολογημένο) φόβο τους να λάβουν θέση στα mosh-pits. Μήπως οι άντρες πανκς δημιουργούν ένα δύσκολα προσβάσιμο περιβάλλον; Γιατί στην Ελλάδα δεν είδαμε ένα ανάλογο κίνημα σαν αυτό των Riot Grrrl, ενώ μόλις πρόσφατα ξεπήδησαν queercore συγκροτήματα; Υπήρχαν τη δεκαετία του ’80 τέτοιες ανησυχίες εντός της εγχώριας πανκ κοινότητας;
Όσο και αν προσπάθησα να αλληθωρίσω, μάλλον δεν τα κατάφερα αρκετά. Είναι μεγάλη συζήτηση αν θα μπορούσα να ξεφύγω εντελώς από την «ανδρική ματιά» μου, για αυτό και προσπάθησα να δω τα πράγματα μέσα από τα μάτια των γυναικών. Λέω ότι το έκανα με γόνιμο τρόπο, αλλά πάλι έχει τόση σημασία τι λέω εγώ για όσα έγραψα; Επίσης δεν νομίζω ότι απέχω και πολύ από την εικόνα που δίνει η διεθνής βιβλιογραφία (L. Leblanc, J. Gottlieb – G. Wald). Θα μπορούσα βεβαίως να απαντήσω «διάβασον μεν (τις σ.σ. 346-384 του βιβλίου) πάταξον δε», όμως δεν είναι αυτό το θέμα. Αν πρέπει ντε και καλά να σχολιάσω τα γραφόμενα τότε μάλλον επιθυμώ να το κλείσω με μια προτροπή: Φρόντισα με αυτή την έρευνα όχι τόσο να κλείσω το ζήτημα που διαπραγματεύτηκα, αλλά μάλλον να ανοίξω πολλά νέα πεδία για περαιτέρω μελέτη. Όπως γράφουν και οι συντάκτριες του σχολίου στην εν λόγω έκδοση, ίσως πρέπει να γραφτεί η «γυναικεία ιστορία της σκηνής πανκ». Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα, λοιπόν. Τώρα, όσον αφορά στην ανυπαρξία riot grrrl και queercore τάσεων στην Ελλάδα, πιστεύω ότι για να απαντήσουμε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη γονεϊκή κουλτούρα και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Όπου (σχεδόν παντού) πριμοδοτείται ο τσαμπουκάς, όπου το Εμείς διαχωρίζεται από τους αφύσικους Άλλους (είτε στο πρόσωπο του «σοδομιστή» Τούρκου είτε σε εκείνο του «γυναικωτού» Άγγλου είτε του αχαλίνωτου bon viveur Γάλλου είτε του δυσκοίλιου ασεξουαλικού Γερμανού). Εδώ έχει δίκιο όποιος φωνάζει δυνατότερα και όχι όποιος επιχειρηματολογεί επαρκέστερα. Εδώ «σκεφτόμαστε για τη διαφορά, δεν σκεφτόμαστε από τη διαφορά». Και αν ζητούμενο θα μπορούσε να είναι ένα είδος political correctness, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβουμε την όποια correctness αφού το σωστό είναι εκείνο που προσωπικά θεωρούμε σωστό, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους άλλους. Όλα αυτά είναι με τέτοιο τρόπο εσωτερικευμένα που ένα μεγάλο μέρος όσων τονίζουν την «αντισυμβατική» τάση τους, όσον αφορά στο πεδίο του ανδρισμού, συμπεριφέρονται όπως και οι υπόλοιποι – ίσως λίγο πιο ραφιναρισμένα. Και, στο σημείο αυτό, θα ήθελα να θυμίσω ένα ανέκδοτο που άκουσα πολλάκις στα στέκια των Εξαρχείων όσο έκανα την έρευνά μου: Ένας αναρχικός φεύγει από το σπίτι του, λέγοντας στη σύντροφό του ότι πάει για τσιγάρα. Περνώντας από ένα γνωστό καφενείο-στέκι αναρχικών, συναντά κάτι φίλους του και κάθεται για μπύρες. Στην παρέα γνώρισε και μία κοπέλα με την οποία «έπαιξε φάση» και κατέληξε να κοιμηθεί μαζί της. Γυρνώντας, νωρίς το πρωί, σπίτι του, γλίστρησε σε κάτι χυμένα λάδια και τον έπιασε κρίση συνείδησης. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα, αφηγήθηκε όλη την αλήθεια στη σύντροφό του που τον περίμενε ανήσυχη. Τότε εκείνη, βλέποντας πως ήταν γεμάτος λάδια, του απάντησε ακόμα πιο εξαγριωμένη: «Άσ’ τα αυτά, πάλι μπουκάλια έχωνες στους μπάτσους και εμένα ούτε ένα τηλέφωνο».
8. Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, θα ήθελα να σου πω ότι από όλο το βιβλίο, τη μεγαλύτερη εντύπωση μου την έκανε το σημείο όπου η Γιάννα εκμυστηρεύεται πως όταν γέννησε, κανείς πανκ φίλος/σύντροφός της δεν την επισκέφτηκε θεωρώντας ότι «ρεφόρμισε» και «υποτάχτηκε» στην κανονικότητα. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια συμπεριφορά στα όρια της αναλγησίας και της απανθρωπιάς, αλλά, παράλληλα, μπορώ να αντιληφθώ το λόγο. Υπήρχαν όντως τόσο καθορισμένα όρια του τι «πρέπει» και τι «δεν πρέπει» να κάνει ένας πάνκης; Δεν δημιουργούσε όλο αυτό μία σχεδόν απόλυτη αποξένωση από τον κοινωνικό περίγυρο και μια αδυναμία κατανόησής ακόμα και των πιο «φυσιολογικών» πραγμάτων;
Δεν είναι θέμα ορίων, αλλά ασυμβατότητας αφηγημάτων. Θυμάμαι όταν είχα γνωρίσει τους Christian Death, μου έκανε εντύπωση ότι αυτοί οι τύποι, που υποτίθεται ότι κάρφωναν νυχτερίδες σε σταυρούς και δρούσαν κάπως σαν πέμπτη φάλαγγα του Βελζεβούλη επί της γης, ήτανε μια απολύτως «φυσιολογική οικογένεια». Η Gitane Demone κυνηγούσε τον μικρό της γιο για να φάει το αβγό του και ο Valor γκρίνιαζε επειδή «το παιδί δεν τρώει τίποτα σε όλη την περιοδεία»! Όταν τον ρώτησα αν μπορεί να συμβιβαστεί αυτή η εικόνα με τον όλο μύθο του συγκροτήματος μου είχε απαντήσει πως αν δεν έπαιρναν τα παιδιά τους στην περιοδεία τότε θα έπαυαν να είναι οικογένεια! Αυτό, θυμάμαι, μου είχε φανεί πολύ πιο σοκαριστικό από τη συναυλία ή το ντύσιμο ή την όλη εικόνα που εξέπεμπαν. Τότε όμως ήμουν είκοσι ετών. Τι θέλω να πω: Η αφήγηση του πανκ και του ροκ στηρίζεται σε μια εικόνα εφηβικότητας, μποεμισμού, καταχρήσεων. Σε αυτήν την αφήγηση δεν χωρούν μωρά, πάνες, παιδίατροι, παιδικοί σταθμοί, φρουτόκρεμες. Για έναν έφηβο πανκ η αποξένωσή του από τον κοινωνικό περίγυρο είναι μάλλον επιθυμητή, για έναν ενήλικο (που καλείται να πάει το παιδί του στην παιδική χαρά ή να συμμετέχει στο σύλλογο γονέων του σχολείου) είναι αναγκαία η δημιουργία δεσμών με την τοπική κοινότητα. Πρέπει επίσης να χρησιμοποιήσει θεσμούς του κράτους (το σχολείο, η κοινωνική ασφάλιση) που έως πρότινος δεν τον πολυαπασχολούσαν. Όλα αυτά γενούν αμηχανία στους νεότερους – ίσως για αυτό οι φίλοι της Γιάννας δεν πήγαν στο μαιευτήριο, δεν μπορούσαν να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση. Πάντως, τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Πηγαίνοντας με το δίχρονο γιο μου σε κάποιες συναυλίες που γίνονται σε ανοιχτούς χώρους βλέπω όλο και περισσότερους γονείς με τα παιδιά τους. Οι μικρότεροι σε ηλικία χτυπιούνται στη σκηνή, οι μεγαλύτεροι ζουν τη φάση σαν πικ-νικ. Τα παιδάκια δεν ξέρω αν γουστάρουν (τη μουσική)!
9. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα της ελληνικής πανκ σκηνής είναι το «αντιεμπορευματικό». Το περιγράφεις και εσύ πολύ καλά στο κεφάλαιο όπου εξηγείς πως προήλθε εκείνο το περιβόητο «σχίσμα» στη Villa Amalias ανάμεσα στα συγκροτήματα που θα επέλεγαν να παίξουν σε μαγαζιά με είσοδο και σε αυτά που δεν συζητούσαν καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Σχεδόν 20 χρόνια έχουν περάσει και το συγκεκριμένο θέμα είναι ακόμα υπό συζήτηση. Παράλληλα, πλήθος συγκροτημάτων παίζει σε μαγαζιά με είσοδο και σε αυτοοργανωμένες συναυλίες. Σταμάτησε ο κόσμος να ασχολείται με ένα τέτοιο ζήτημα επειδή κουράστηκε από την αέναη αντιπαράθεση επιχειρημάτων ή απλά λειάνθηκαν οι όποιες διαφορές και κυρίευσαν οι καλές προσωπικές σχέσεις και η εγγύηση ότι ο άλλος «δεν θα σε πουλήσει»; Εκείνη την εποχή, η ανάδειξη αυτού του προτάγματος «προστάτευσε» τις κινηματικές διαδικασίες ή τις οδήγησε σε ένα ιδιότυπο καθεστώς αυτοαναφορικότητας;
Νομίζω ότι και τα δύο συνέβησαν. Από τη μια «το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς». Από την άλλη κάποιοι θα πρέπει να συνειδητοποίησαν πως «όταν το δάκτυλο έδειχνε το φεγγάρι, εκείνοι κοίταγαν το δάκτυλο». Ένας τρίτος παράγοντας ήταν οι προσωπικές σχέσεις και επαφές – ένα πεδίο όπου οι όποιες κόκκινες γραμμές αμβλύνονται όσο περνούν τα χρόνια και όσο τα άδεια κουτάκια μπύρας, σε μια ατμόσφαιρα συμποτική, αυξάνονται. Αν μη τι άλλο, ο χρόνος απέδειξε ότι η τροχιά της ζωής των περισσότερων δεν κατέληγε σε τίποτα μεζονέτες των νοτίων προαστίων, αλλά, στην πλειοψηφία, κλωθογύρισε γύρω από τα Εξάρχεια (λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω, άντε μέχρι την Ασκληπιού!). Σίγουρα ρόλο έπαιξε και η συνειδητοποίηση ότι τα νούμερα στην Ελλάδα είναι περιορισμένα – δύσκολα γίνεται κανείς σταρ παίζοντας ροκ ή πανκ, και σίγουρα όχι για πολύ. Όμως, ακριβώς εκείνη η σύλληψη, τουλάχιστον όσον αφορά στο πανκ, της σκηνής ως περίκλειστου χώρου, σίγουρα την προστάτευσε από το να συμπαρασυρθεί από τις διακυμάνσεις και την τελική καταστροφή που επήλθε στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας –και εννοώ το γεγονός ότι μετά τη δωρεάν κυκλοφορία τραγουδιών στο διαδίκτυο είναι αμφίβολο αν υπάρχει μια φόρμα αποτύπωσης της μουσικής που να μπορεί να πουληθεί. Υπάρχει πλέον μια γενιά ακροατών που δεν γνωρίζει καν τι είναι δισκάδικο, CD, δίσκος, δεν έχει καν στο μυαλό της το άλμπουμ ως έναν μουσικό κύκλο, αφού γνωρίζουν μόνο μεμονωμένα τραγούδια. Τώρα ως προς τις κινηματικές διαδικασίες, ίσως το ζητούμενο να είναι η συνειδητοποίηση ότι στα πολιτισμικά προϊόντα δεν μπαίνει σφραγίδα προέλευσης. Υπάρχει «η δική μας τέχνη»; Είναι κι αυτό ένα ζήτημα, ιδιαίτερα για χώρους… anti-copyright!
10. Φανζίν, αλληλογραφία με το εξωτερικό και πάλι φανζίν. Ήταν ο νούμερο 1 τρόπος να ενημερώνεστε τότε. Πλέον, έχουν σχεδόν εκλείψει και τη θέση τους έχουν πάρει οι διαδικτυακές ιστοσελίδες. Πόσο πανκ είναι αυτό; Μήπως έχει χαθεί η ορμή και η ανάγκη για ουσιώδη επικοινωνία και αλληλεπίδραση; Μήπως μας έχει αλώσει για τα καλά το θέαμα και η ευκολία της τεχνολογίας ώστε να έχουμε ξεχάσει τα δικά μας μέσα επικοινωνίας;
Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά δεν είναι τόσο το μέσο όσο το μήνυμα. Με τους φίλους και τους διαδικτυακούς συνομιλητές μου ανταλλάσσω μακροσκελέστατα e-mails, με ό,τι θα έγραφα και σε μια ταχυδρομική επιστολή (την οποία επειδή πλήρωνες γέμιζες με όσα περισσότερα μπορούσες). Από την άλλη, τα μηνύματα στο fb είναι συνήθως ολιγόλογα, συχνά ακατάληπτα και πάντα υπό το άγχος του χρόνου. Γενικότερα στο διαδίκτυο όλα παλιώνουν αμέσως. Μάλλον εκεί θα πρέπει να εντοπίσουμε το πρόβλημα. Από την άλλη, οι ιστοσελίδες δεν μυρίζουν (όπως ο γραφίτης ή το μελάνι στο χαρτί), ο ταχυδρόμος δεν χτυπά (δυο φορές) την πόρτα, δεν περιμένεις…
11. Στο άρθρο Με τους Πανκς, στο Αγρίνιο. 1985. που διάβασα πρόσφατα στο ίντερνετ αναφέρεται «Όταν έφθασαν οι πανκς, στο Αγρίνιο και έσκασαν μύτη στην Πλατεία, σημειώθηκε το εξής: Οι Αγρινιώτες γελούσαν με αυτούς, και αυτοί, γελούσαν με τους Αγρινιώτες». Έχεις επιλέξει το βιβλίο να αναφέρεται ολοκληρωτικά (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που αφορούν τη Θεσσαλονίκη) στην πανκ σκηνή της Αθήνας. Όμως, σίγουρα θα έχεις εικόνα και από το τι συνέβαινε στην επαρχία. Το παραπάνω απόσπασμα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Τι κατάσταση επικρατούσε εκτός πρωτεύουσας; Τι δυσκολίες είχαν να αντιμετωπίσουν εκεί οι πανκς;
Αν εξαιρέσουμε τις υπέροχες φωτογραφίες του Γιώργου Τουρκοβασίλη, το κείμενο που τις συνοδεύει το θεωρώ αδύναμο και αβαθές. Είναι αυτονόητο ότι, το 1985, οι κάτοικοι μιας πόλης της περιφέρειας θα γελούσαν στη θέα των πανκς και το αντίθετο (κάτι σαν «ούφο εναντίον βλάχων»). Πολύ πιο σημαντικό θα ήταν να καταπιανόταν κανείς με το ερώτημα «τι σήμαινε να είναι κανείς πανκ στην επαρχία;». Μία πληροφορήτρια της έρευνάς που έκανα ανέφερε την εξής ιστορία: «Θα σου πω μια ιστορία, τώρα, που θυμήθηκα. [Ένας γνωστός μου] ήταν από τους πρώτους που εμφανίστηκαν στο Άργος με μοϊκάνι! Ο σταθμός [του ΟΣΕ] από το κέντρο του Άργους απέχει γύρω στα 1.000-1.500 μέτρα; Έφτασε απ’ το σταθμό του τρένου, [και] μέχρι να πάει στο σπίτι του, σ’ αυτά τα 1.500 μέτρα, τον ακολουθούσε από πίσω μαρίδα [ένα κοπάδι πιτσιρίκων]… Αυτά εν έτει – νά ’ταν ’88-’89; Του φωνάζαν “τσαλαπετεινός”! [Γέλια] Για να καταλάβεις, τώρα ’89, τελείως κλίμα Άργους! Εγώ ήμουνα πολύ πιο μικρή, βέβαια, τότε. Αλλά θυμήθηκα αυτή την ιστορία. Είναι ανάμνηση άλλου αυτή. Ήμασταν λίγο δακτυλοδεικτούμενοι! Παρόλο που σού ’πα, δεν ήταν ένα γκρουπ ανθρώπων τελείως έξω [απ’ την τοπική κοινωνία]. Δηλαδή ήμασταν “ο γιος του τάδε”, “η κόρη της τάδε” – δεν ήμασταν… οι τελείως αλήτες. Αλλά παρόλα αυτά, ήσουνα λίγο έτσι. Γιατί; Γιατί δεν ήσουνα ίδιος. Και όχι τίποτα τρελά πράγματα. Δεν μπορούσε να κάνεις και τρελά πράγματα. Εγώ είχα κάποιες μπότες με φτερά. Άσχετο! Αυτό ήτανε λίγο… Όταν ξέφευγες απ’ το μέσο όρο ήσουνα λίγο (…) δακτυλοδειχτούμενος!».
Και φυσικά, αξίζει να δούμε την πραγματική ουσία των βιωμάτων. Στην παρακάτω αφήγηση, ένας πάνκης με καταγωγή από τα Τρίκαλα, μιλάει για την επίσκεψή του στην πόλη, μερικά χρόνια μετά τη μετανάστευσή του στην πρωτεύουσα: «Επίσης, θα θυμηθώ κι άλλη μια ιστορία για ένα περπάτημα στα Τρίκαλα – που έχω φύγει πλέον, είμαι στην Αθήνα. Έχω γίνει πάνκης πια. Κυκλοφορώ με τιράντες κρεμασμένες, σκισμένο παντελόνι, Marten’s ας πούμε και λειρί κόκκινο. Και είμαι με μια κοπέλα τότε, η οποία είναι σούπερ – στην εμφάνιση του πανκ μιλάω, έτσι; Με φουλ σκουλαρίκια, με χρώματα, με έτσι – πιο πανκ δεν γινότανε δηλαδή! Κι έχουμε πάει στα Τρίκαλα για γιορτές – δε θυμάμαι τι είναι… Και βγαίνουμε βόλτα. Είμαι εγώ με την κοπέλα αυτή [που] προχωράμε μπροστά. Πίσω είναι η μάνα μου με έναν ξαδερφό μου, τον “Περικλή”. Και όπως προχωράμε ακούγονται τα σχόλια του τύπου: “Καλά η μάνα του δεν τον βλέπει πως είναι έτσι αυτός”! [γέλια] Η οποία η μάνα μου [είναι η] πρώτη φορά που έχει αντίληψη του τι σημαίνει πραγματικά που ντύνεται ο γιος της μ’ αυτό τον τρόπο και έχει αυτό το τέτοιο. Ήταν η πρώτη φορά που βίωσε τι άκουγα ή τι πέρναγα… Πέρναγα… Εντάξει, δεν πέρναγα και τίποτα βασανιστήρια αλλά…, τι εισέπραττα κυκλοφορώντας, ας πούμε, στο δρόμο. Και συνεχιζόταν η βόλτα… Είναι σε ένα σημείο ένας δρόμος γεμάτος καφετέριες, πεζόδρομος, το νυφοπάζαρο, ας πούμε, των Τρικάλων. Και πηγαίναμε σε ένα μαγαζί, το Happening, που έπαιζε τη μουσική που ακούγαμε: λίγο ροκ, λίγο απ’ όλα τέλος πάντων – εκεί! Οπότε, τα σχόλια δίναν και πέρναν. “Δεν έχει μάνα να τον δει”! “Κοίτα, κοίτα, κοίτα, πως είναι αυτός”! “Κοίτα! Αυτή έχει δύο σκουλαρίκια στη μύτη”. Κι ήταν ένα πράγμα σα να περνάει ας πούμε – πως εμφανίζεται στην επαρχία το freak-show ή κάτι τέτοιο. Τα τέρατα και τα λοιπά. Ήταν ένα τέτοιο πράγμα. Ας πούμε, για να διασχίσουμε μια απόσταση, ας πούμε εξήντα μέτρων, δεν υπήρξε ένας άνθρωπος ούτε να μη σχολιάσει, [ούτε] να [μην] κοιτάξει – ένα τέτοιο [πράγμα]».
Η παραπάνω σκηνή είναι πάρα πολύ δυνατή. Θεωρώ ότι ως αφηγηματικό πρότυπο έχει την ιστορία των Παθών του Χριστού – η μάνα που παρακολουθεί το μαρτύριο του γιου της! Ταυτόχρονα ζει και το δικό της μαρτύριο, αφού η επαναλαμβανόμενη φράση «δεν έχει μάνα να τον δει» σίγουρα πονάει, και ο πόνος μεταφέρεται στο παιδί, όταν τον ανακαλεί στη μνήμη του. Η εμπειρία βιώνεται σε όλο το «τραυματικό» της μεγαλείο και ταυτόχρονα σε όλη την «ένδοξη» διάστασή της: ο πανκ περπατάει «με το κεφάλι ψηλά» και είναι «αυτό που θέλει, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν»! «Αυτό ήταν και το ζητούμενο», όπως λέει σε άλλη στιγμή της αφήγησής του.
Πέρα λοιπόν από το ποιος κοιτάει ποιον και γελάει, τα οικογενειακά συναισθήματα, η καθημερινή διαδικασία «χαρακτηρισμού» (labeling), το γεγονός ότι οι «κοινότητα των παράξενων» είναι τόσο ολιγομελής που δεν μπορεί να αυτοενδυναμωθεί, το όνειρο της ζωής στην πόλη, η δύναμη των οικογενειακών δικτύων και του κοινωνικού κεφαλαίου (παρόλα αυτά «ήμουν ο γιος/κόρη του τάδε»), ο ρόλος που παίζουν οι φοιτητές στις αλλαγές στο νοοτροπιακό πεδίο μιας πόλης της περιφέρειας – το ίδιο και το διαδίκτυο ή τα ΜΜΕ, τα καταναλωτικά πρότυπα που υιοθετήθηκαν και εδώ, ορισμένα τοπικά γεγονότα αυξημένης βαρύτητας (όπως η δολοφονία Τεμπονέρα στην Πάτρα), όλα αυτά είναι στοιχεία που πρέπει να συνυπολογιστούν για να συγκροτηθεί η εικόνα του «πανκ στην επαρχία», η οποία βεβαίως δεν υπήρξε ποτέ στατική. Πάντως σήμερα πάρα πολλές πόλεις της περιφέρειας διαθέτουν καταλήψεις, «αυτοδιαχειριζόμενα στέκια», ομάδες ή άτομα που διοργανώνουν συναυλίες, ακόμα και ιδιαίτερη υποπολιτισμική μνήμη, που προς το παρόν εκφράζεται προφορικά.
12. Διαβάζοντας για τις πανκ σκηνές άλλων χωρών πάντα θα βρεις κάποια σύνδεση με τα γηπεδική κουλτούρα. Εδώ, απεναντίας, οι πανκς έμειναν μακριά από αυτά, με τους μεταλάδες να έχουν το πάνω χέρι γηπεδικά. Πώς το εξηγείς αυτό; Φταίει το ότι στις άλλες χώρες το γήπεδο ήταν μέρος της ζωής των προλετάριων ενώ εδώ όχι; Φταίει η πάντα αρνητική στάση του ελληνικού ανταγωνιστικού κινήματος να ασχοληθεί με την μπάλα; Φταίει η κόντρα με τους μεταλάδες (αλήθεια, υπήρχε όντως τόσο έντονη κόντρα); Τι έγινε και αυτές οι δύο κουλτούρες, πανκ και γήπεδο, δεν συναντήθηκαν ποτέ;
Στα Ροκ ημερολόγια (Γιώργος Τουρκοβασίλης, εκδόσεις Οδυσσέας, 1984), κάποιος πανκ της εποχής πριν το 1984 αναφέρει: «Περνούσα από μια στάση και με δείχνανε “κοίτα ένας χούλιγκαν”˙ και γαμώτο δε θα με πείραζε, αλλά δεν έχω πατήσει ούτε μια φορά στο γήπεδο γιατί δε μ’ ενδιαφέρει η μπάλα. Είναι πάνκηδες που από παλιά είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν στο γήπεδο, από τότε που ήταν χεβιμεταλάδες. Οι περισσότεροι όταν έγιναν πανκ, το έκοψαν γιατί κατάλαβαν ότι είναι μαλακία». Ίσως αυτή η ευρύτερη αφήγηση της ασυμβατότητας μεταξύ πανκ και ποδοσφαιρικού οπαδισμού να έλαβε ισχυρό ειδικό βάρος, τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Πιθανολογώ ότι είχε να κάνει με την επιθυμία του πανκ, αλλά και του χώρου των Εξαρχείων, για μια ενωμένη αντίσταση απέναντι στην κρατική καταστολή – οπότε οι συγκρούσεις των οπαδών των ομάδων μεταξύ τους θα ήταν μάλλον επιζήμιες ή και προς όφελος της αστυνομίας και της εξουσίας. Ο Γιώργος Μεταξάς (στο Εμείς, αυτό και οι άλλοι: Ο «χώρος», το κράτος και η κοινωνία, εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 2001) πιστεύει ότι «το κράτος προωθεί το ποδόσφαιρο για να κερδοσκοπεί και να εκτονώνει την πολιτική και τη σεξουαλική δυσφορία, κύρια του αντρικού πληθυσμού. [Όμως] δεν το κατορθώνει πάντα». Αν, ντε και καλά, προσπαθήσουμε να φτάσουμε στην αρχαιολογία της συγκεκριμένης αφήγησης, ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε στο «στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει» της σαββοπουλικής «Παράγκας», μια δυστοπική εκδοχή του «λαού», μια κριτική την οποία προφανώς είχε υιοθετήσει όλη η Αριστερά. Προφανώς αυτή η κριτική αντικατοπτρίζει την άποψη ότι η χούντα στήριξε το ποδόσφαιρο στο πλαίσιο του προγράμματος «άρτος και θεάματα» που παρείχε.
Με παρόμοιο τρόπο έβλεπαν και οι πανκς τους μεταλάδες – από τις τάξεις των οποίων άλλωστε κατά ένα μεγάλο μέρος προέρχονταν. Παραήταν οπαδοί για το γούστο του εικονοκλαστικού πανκ, ήτανε ελάχιστα (ή καθόλου) συγκρουσιακοί, ήταν προσκολλημένοι σε έναν φανταστικό κόσμο ηρωικής μυθολογίας. Συγκρούσεις πάντως δεν υπήρξαν, αντίθετα υπήρξε μια δυνατή τάση crossover, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν τα περισσότερα πανκ συγκροτήματα άρχισαν να χρησιμοποιούν μέταλ συγχορδίες στα τραγούδια τους και αρκετοί πανκς να αφήνουν «μαλλούρα». Όλα αυτά όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χανόταν το δόγμα DIY, το οποίο δεν πολυσυμβάδιζε ούτε με το μέταλ ούτε με τον ποδοσφαιρικό οπαδισμό.
13. Τελικά, μπορούμε να ξανακάνουμε το πανκ απειλή; Πρέπει;
Ένα ειν’ το σύνθημα που τους πανκς ενώνει: «Πανκ, σκατά, γαμιέστε!». Το σύνθημα «making punk a threat again», το οποίο λάνσαρε το Profane Existence, αναδύθηκε σε μια εποχή που είχε πλέον τελειώσει η φάση του «σημειολογικού ανταρτοπόλεμου» και είχε αμβλυνθεί η δυναμική του πανκ, του οποίου η συγκρουσιακότητα είχε τροφοδοτηθεί από τον νεοφιλελευθερισμό της Θάτσερ και του Ρίγκαν. Σήμερα, πέρα από τη συνθηματολογία, αξίζει να κρατήσουμε το γεγονός ότι, τελικά, η αρχική προοπτική του πανκ, το «no future», δεν οδήγησε τους πανκς στην αυτοκαταστροφή, αλλά τους έσπρωξε στη δημιουργία υποδομών διαχείρισης της καθημερινότητάς τους (τις περισσότερες φορές με επιτυχία). Το πανκ έφτιαξε πάμπολλα μέσα, χωρίς να ορίσει ακριβείς σκοπούς. Πιθανότατα γιατί ο ρόλος του ήταν να συλλογικοποιήσει ατομικότητες σε μια μόνιμα επαναδιαπραγματεύσιμη σχέση. Τόσο μεταξύ τους όσο και με την ιστορία (τους).
Πρόλογος-συνέντευξη: Io Kon