Μπορεί σε πρώτη ματιά να φαίνεται περίεργο που το πρόβλημα της αγάπης και του έρωτα κι όλα όσα συνδέονται μ’ αυτό απασχολούν τόσο πολλούς ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, ενώ υπάρχουν άλλα προβλήματα επιτακτικότερα, δηλαδή σημαντικότερα, που θα ‘πρεπε να συγκεντρώνουν ολόκληρη την προσοχή κι ολόκληρη την ενεργητικότητα εκείνων που γυρεύουν να βρουν το μέσο που θα απαλλάξει την ανθρωπότητα από τα δεινά που την βασανίζουν.
Βλέπουμε καθημερινά ανθρώπους που τους έχει συνθλίψει το βάρος των θεσμών που επικρατούν, ανθρώπους υποχρεωμένους να διατρέφονται άσχημα, που κινδυνεύουν κάθε στιγμή να πέσουν, από έλλειψη δουλειάς ή εξαιτίας της αρρώστιας τους, στην πιο ολοκληρωμένη αθλιότητα. Ανθρώπους ανήμπορους να μεγαλώσουν όπως πρέπει τα παιδιά τους που συχνά πεθαίνουν από έλλειψη φροντίδας. Ανθρώπους που στερούνται τα πλεονεκτήματα και τις χαρές που δίνουν οι τέχνες και οι επιστήμες. Ανθρώπους καταδικασμένους να περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους χωρίς ούτε μια μέρα να είναι κύριοι του εαυτού τους, που βρίσκονται πάντα στο έλεος των αφεντικών και της αστυνομίας. Ανθρώπους, που γι’ αυτούς το δικαίωμα να ‘χουν οικογένεια, το δικαίωμα στην αγάπη και στον έρωτα είναι μόνο μια τραγική ειρωνεία, μα που ωστόσο δεν δέχονται τα μέσα που τους προτείνουμε για ν’ απαλλαγούν από την πολιτική και οικονομική υποδούλωση. αν δεν μπορέσουμε να τους εξηγήσουμε πριν απ’ όλα, πώς θα ικανοποιείται σε μια ελεύθερη κοινωνία η ανάγκη για αγάπη και για έρωτα και πως βλέπουμε την οργάνωση της οικογένειας. Φυσικά, η ανησυχία γι’ αυτό το πρόβλημα μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, και κάνει πολλές φορές να λησμονούνται και να καταφρονούνται τα άλλα προβλήματα, στους ανθρώπους που έχουν λύσει κιόλας το πρόβλημα της πείνας και που ικανοποιούν κανονικά τις πιο επιτακτικές τους βιοτικές ανάγκες, γιατί ζουν σε σχετικά άνετο περιβάλλον.
Μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί η σημαντική θέση που κατέχουν η αγάπη και ο έρωτας ο έρωτας στην ηθική και υλική ζωή των ανθρώπων από το γεγονός ότι ο άνθρωπος περνάει το μεγαλύτερο και ωραιότερο κομμάτι της ζωής του στο σπίτι και στην οικογένεια του.
Μπορεί να εξηγηθεί, επιπρόσθετα, κι από μια τάση για το ιδανικό που πυρπολεί το ανθρώπινο πνεύμα που έχει αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του.
Όσο ο άνθρωπος υποφέρει χωρίς να συνειδητοποιεί τα βάσανά του. χωρίς να γυρεύει να δώσει λύση στα προβλήματά του και χωρίς να επαναστατεί, ζει σαν τα ζώα και δέχεται τη ζωή όπως είναι.
Όταν, όμως, αρχίζει να σκέφτεται και να καταλαβαίνει ότι τα δεινά του δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αδυσώπητης μοίρας, αλλά ότι οφείλονται στους ανθρώπους και ότι μπορούν να τα εξαφανίσουν οι άνθρωποι, αισθάνεται άξαφνα να τον κυριεύει μια ανάγκη για τελειότητα, και θέλει, ιδεατά τουλάχιστον, να ζει ευτυχισμένος σε μια κοινωνία όπου θα επικρατεί η απόλυτη αρμονία κι απ’ όπου η θλίψη θα ‘χει εντελώς και για πάντα χαθεί.
Αυτή η τάση κάνει μεγάλο καλό, γιατί μας σπρώχνει να πηγαίνουμε πάντα μπροστά. Μπορεί, όμως, να κάνει και μεγάλο κακό, αν με πρόσχημα το ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στην τελειότητα και το ότι είναι αδύνατο να διώξουμε όλα τα εμπόδια κι όλες τις ατέλειες, μας μαθαίνει να παραιτούμαστε ακόμα και από τις εφικτές επιδιώξεις μας και να προσαρμοζόμαστε στην τωρινή μας κατάσταση.
Ας πούμε αμέσως ότι δεν έχουμε καμία λύση για τα δεινά που προκαλούν ο έρωτας και η αγάπη, γιατί αυτό δεν μπορούν να διορθωθούν ούτε με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ούτε και με μια αλλαγή των ηθών. Γιατί καθορίζονται από βαθιά συναισθήματα, από τη φυσιολογία του ανθρώπου θα μπορούσαμε να πούμε, που δεν μπορούν να τροποποιηθούν – αν θέλουμε κάτι τέτοιο – παρά μόνον έπειτα από μια αργή εξέλιξη και με τρόπο που δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε.
Λαχταράμε την ελευθερία, θέλουμε να μπορούν οι άντρες κι οι γυναίκες ν’ αγαπιούνται και να δημιουργούν σχέσεις ελεύθερα, από αγάπη και μόνο, χωρίς νομικούς, οικονομικούς η φυσικούς καταναγκασμούς.
Η ελευθερία, όμως, μολονότι είναι η μονή λύση που μπορούμε και οφείλουμε να προσφέρουμε, δεν λύνει ριζικά το πρόβλημα, αφού η αγάπη κι ο έρωτας. Για να ικανοποιηθούν, έχουν ανάγκη από δύο ελευθερίες που άλλοτε συμφωνούν κι άλλοτε όχι. Πράγματι, η ελευθερία να κάνεις αυτό που θέλεις, είναι πράγμα που δεν έχει νόημα όταν δεν μπορείς να θέλεις κάτι.
Είναι εύκολο να πούμε ότι «όταν ένας άντρας και μια γυναίκα αγαπιούνται, δημιουργούν δεσμό, κι όταν παύουν ν’ αγαπιούνται, χωρίζουν». Για να γίνει αυτή η αρχή σίγουρος και γενικός κανόνας της ευτυχίας, θα ’πρεπε οι άνθρωποι ν’ αρχίζουν ν’ αγαπάνε και να παύουν ν’ αγαπάνε την ίδια στιγμή. Αν, όμως, κάποιος αγαπάει και δεν αγαπιέται;
Αν κάποιος αγαπάει ακόμα, ενώ ο άλλος δεν τον αγαπάει πια και θέλει να ικανοποιήσει κάποιο καινούιο πάθος; Κι αν κάποιος αγαπάει ταυτόχρονα πολλούς, που δεν θα μπορούσαν ν’ ανεχτούν αυτή του την πολυγαμικότητα;
«Είμαι άσχημος – μου ‘πε κάποιος -, τί να κάνω που δε μ’ ερωτεύεται καμιά;» Η ερώτηση σε κάνει να χαμογελάσεις, βγάζει όμως στο φως μεγάλες τραγωδίες.
Ένα άλλο πρόσωπο, που το απασχολούσε το ίδιο πρόβλημα, έλεγε: «Σήμερα, αν δε βρω έρωτα, τον αγοράζω, έστω και σε βάρος του ψωμιού μου. Τί θα γίνω όταν δεν θα υπάρχουν πια γυναίκες που να πουλιούνται;» Ερώτηση απαράδεχτη γιατί φανερώνει μια επιθυμία να υποχρεώνονται ανθρώπινα πλάσματα να πορνεύονται εξαιτίας της ανέχειας· από την άλλη μεριά, όμως, είναι τόσο φοβερά ανθρώπινη!
Λένε μερικοί ότι η λύση θα ήταν η ριζική κατάργηση της οικογένειας· η κατάργηση του ερωτικού ζευγαριού θα έφερνε μια κάποια σταθερότητα, θα περιόριζε τον έρωτα μόνο σε μια φυσική πράξη, θα τον μετέτρεπε πιο συγκεκριμένα σε ερωτική συνεύρεση που συνοδεύεται από ένα συναίσθημα που μοιάζει με τη φιλία, και που θα αναγνωρίζει την πολλαπλότητα, την ποικιλία και την ταυτόχρονη επιθυμία των ερωτευμένων.
Και τα παιδιά;… Παιδιά ολονών. Μπορεί να καταργηθεί η οικογένεια; Μακάρι να μπορούσε!
Ας παρατηρήσουμε, καταρχήν, ότι παρά το καθεστώς της καταπίεσης και του ψέματος που επικρατούσαν πάντα κι εξακολουθούν να επικρατούν στην οικογένεια, η οικογένεια ήταν και εξακολουθεί να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας της ανάπτυξης των ανθρώπων γιατί, συνήθως, μόνο μέσα στην οικογένεια ο άνθρωπος αφιερώνεται στον άνθρωπο, κάνει το καλό για το καλό, χωρίς να περιμένει ανταμοιβή άλλην από την αγάπη του συντρόφου του και των παιδιών του.
Μας λένε ότι μόλις εξαφανιστούν τα προβλήματα που οφείλονται στα συμφέροντα, όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια και θ’ αγαπιούνται. Είναι βέβαιο ότι δεν θα μισούν πια ο ένας τον άλλο· είναι βέβαιο ότι θ’ αναπτυχτούν περισσότερο το αίσθημα της συμπάθειας και το αίσθημα της αλληλεγγύης, και ότι το γενικό συμφέρον των ανθρώπων θα γίνει ο καθοριστικός παράγοντας της συμπεριφοράς του καθενός.
Αυτό, όμως, δεν είναι ακόμα αγάπη. Το ν’ αγαπάς όλον τον κόσμο μοιάζει πολύ με το να μην αγαπάς κανέναν. Μπορούμε αναμφίβολα να βοηθούμε τους συνανθρώπους μας, αλλά δεν μπορούμε να θρηνούμε για όλα τα δεινά τους, γιατί τότε η ζωή μας θα πνιγόταν στα δάκρυα. Κι ωστόσο, τα δάκρυα της συμπάθειας είναι η πιο γλυκιά ανακούφιση για μια καρδιά που υποφέρει. Οι στατιστικές των θανάτων και των γεννήσεων μπορούν να μας προσφέρουν στοιχεία ενδιαφέροντα για να γνωρίσουμε τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν σημαίνουν όμως τίποτα για την καρδιά μας. Μας είναι πρακτικά αδύνατο να θλιβόμαστε για κάθε άνθρωπο που πεθαίνει και να χαιρόμαστε για κάθε άνθρωπο που γεννιέται.
Κι αν δεν αγαπάμε κάποιον περισσότερο από τους άλλους, αν δεν υπάρχει ένα πλάσμα μοναδικό που να είμαστε πρόθυμοι να του αφοσιωθούμε ιδιαίτερα, αν δεν γνωρίζουμε αγάπη άλλην από τη συγκρατημένη, αόριστη, σχεδόν θεωρητική αγάπη που μπορούμε να την νιώσουμε για τον καθένα, μήπως δεν θα ’ταν η ζωή λιγότερο πλούσια, λιγότερο γόνιμη και λιγότερο ωραία;
Δεν θα έλειπαν από την ανθρώπινη φύση οι πιο μεγαλειώδεις εξάρσεις της; Δεν θα μας έλειπαν οι πιο βαθιές χαρές; Δεν θα ‘μασταν πιο δυστυχισμένοι;
Από την άλλη μεριά, η αγάπη κι ο έρωτας είναι αυτά που είναι. Όταν κάποιος αγαπάει πολύ, αισθάνεται την ανάγκη για επαφή, για αποκλειστική κατοχή του αγαπημένου του. Η ζήλεια, αν την πάρουμε με την καλύτερη σημασία της λέξης, φαίνεται ότι αποτελεί, και γενικά αποτελεί πραγματικά, ένα με τη αγάπη. Θλιβερό ίσως γεγονός, δεν μπορεί όμως ν’ αλλάξει με διάταγμα, για όσους τουλάχιστον την αισθάνονται.
Για μας, η αγάπη και ο έρωτας είναι πάθη που κρύβουν μέσα τους τραγωδίες. Αυτές οι τραγωδίες δεν θα μετατραπούν υποχρεωτικά σε πράξεις βίας και κτηνωδίας. Αν ο άνθρωπος σεβόταν την ελευθερία των άλλων, αν ήταν αρκετά κύριος του εαυτού του ώστε να καταλάβαινε ότι ένα κακό δεν διορθώνεται μ’ ένα κακό μεγαλύτερο, κι αν η κοινή γνώμη δεν είχε πια, όπως έχει σήμερα, μια νοσηρή συμπάθεια για τα εγκλήματα πάθους… ο χωρισμός δεν θα ‘ταν λιγότερο θλιβερός.
Όσο οι άνθρωποι θα έχουν τα αισθήματα που αισθάνονται τώρα – και δεν νομίζουμε ότι ένας πολιτικός και οικονομικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα αρκούσε για να τα μεταβάλλει ριζικά – η αγάπη θα φέρνει ταυτόχρονα μεγάλες χαρές και μεγάλες λύπες. Θα ήταν δυνατό να τις μικρύνουμε και να τις αμβλύνουμε αν εξαλείφαμε όσα αίτιά τους μπορούσαμε, η ολοκληρωμένη τους καταστροφή, όμως, θα ήταν αδύνατη.
Είναι αυτό λόγος για να μη δεχτεί κάποιος τις ιδέες μας και να παραδεχτεί την τωρινή κατάσταση: Θα φερνόταν τότε σαν κάποιον που, μη μπορώντας ν’ αγοράσει ακριβά ρούχα, θα ήθελε να μείνει γυμνός, ή σαν κάποιον που, μη μπορώντας να τρώει κάθε μέρα ορτύκια, δεν θα έτρωγε ούτε ψωμί ή σαν το γιατρό που, αφού η σημερινή ιατρική επιστήμη είναι ανήμπορη απέναντι σε κάποιες αρρώστιες, θα αρνιόταν να θεραπεύσει κι εκείνες που θα μπορούσε. Ας καταργήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ας χτυπήσουμε την κτηνώδη στάση του άντρα που θεωρεί τον εαυτό του αφέντη της γυναίκας, ας σβήσουμε τις θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές προκαταλήψεις, ας εξασφαλίσουμε σ’ όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την καλοπέραση και την ελευθερία, ας επεκτείνουμε σ’ όλους την εκπαίδευση, κι έπειτα θα μπορούμε δικαιολογημένα να χαιρόμαστε αν τα μόνα δεινά που θα μείνουν θα είναι τα δεινά του έρωτα και της αγάπης.
Κι ύστερα, όσοι θα ’ναι άτυχοι στον έρωτα, θα μπορούν να γυρεύουν άλλες χαρές, γιατί δεν θα υπάρχουν πια, όπως σήμερα, σαν μοναδικές παρηγοριές για τους περισσότερους ανθρώπους ο έρωτας και το αλκοόλ.
Errico Malatesta, εφ. La Questione Sociale
Πηγή: Errico Malatesta, Στο Δρόμο για την Αναρχία, Εκδ. Κατσάνος, Μετάφραση Βασίλης Τομάνας