Η άνάμειξη, κατά το πρόσφατο παρελθόν αλλά και παλιότερα, της τζαζ με στοιχεία της ελληνικής μουσικής παραδοσης σχεδόν ποτέ δεν γέννησε σημαντικές καλλιτεχνικές οντότητες. Πιστεύω πως το περίκλειστο τοτέμ που ονομάζουμε ελληνική παραδοσιακή μουσική, λειτουργούσε πάντοτε ως ένα αδηφάγο μυθικό γκόλεμ, κατατρώγοντας κάθε ίχνος αυθεντικής προσπάθειας διαφοροποίησης και πρόκλησης. Βαρετά αποτελέσματα, επαναλήψεις γνωστών μοτίβων, φολκλορικές αναπαραστάσεις του πως θα μπορούσε να είναι.
Το κουαρτέτο του Χάρη Λαμπράκη (με τον ίδιο στο νέϋ, τον Νίκο Σιδηροκαστρίτη στα ντραμς, τον Δημήτρη Θεοχάρη στο πιάνο και τον Δημήτρη Τσεκούρα στο κοντραμπάσο) ευτυχώς-και αυτό πιστώνεται στην προφανή διάθεση των τεσσάρων κάπως να τολμήσουν-εδώ και δέκα χρόνια που υπάρχει, δεν συγκαταλέγεται στις πιο πάνω βαρετές καλλιτεχνικές αποτυπώσεις. Η εμφάνιση τους στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεόρασης , έναν από τους πιο ζωντανούς χώρους στην πόλη, ήταν μια ενδιαφέρουσα, με την καλή έννοια, ανορθογραφία στο πρόγραμμα του χώρου.
Η μουσική του κουαρτέτου, βασιζόμενη στο ανατολίτικο νέϋ, είναι προφανές πως αποτελεί μια γέφυρα. Μια γέφυρα συνένωσης ανατολής και δύσης, ένας δρόμος που χωρίς καμιά αμφιβολία αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανανεωτικές οδούς στην προβληματική σχέση της ελληνικής μουσικής με τη τζαζ, όπως και με κάθε contemporary ήχο. Το νέϋ, που μοιάζει με μια μακρυά φλογέρα, είναι ένα όργανο που κουβαλά την ιστορία και όπως κάθε μουσικό όργανο, έχει την ικανότητα να ετεροκαθορίσει τον καλλιτέχνη, να του επιβάλει φόρμες και λογικές που πολύ συχνά καμία σχέση δεν έχουν με το παρόν αλλά κοιτούν ξεκάθαρα στο παρελθόν-με τα καλά και τα κακά μιας τέτοιας επιλογής.
Ο μόνος δρόμος, τότε, είναι η επίθεση. Η επιθετική προσέγγιση, η προσπάθεια αναπροσδιορισμού του οργάνου, ο αυτοσχεδιασμός και η ρήξη. Ότι πιο δύσκολο και απαιτητικό, ίσως. Εκεί βρίσκεται η κύρια κριτική μου απέναντι σε αυτά που είδα. Δεν διέκρινα αυτή τη ρήξη, είδα, όμως, μια κοινή πορεία, μια λογική συγκερασμού όσων έχει να δώσει το νέϋ με μια σύγχρονη προσέγγιση. Το αποτέλεσμα , όμως, όσο αυστηρός και αν το παίζω, ήταν πολύ καλό. Δέκα χρόνια κοινής καλλιτεχνικής διάδρασης μετουσιώνονται σε ένα καταπληκτικό interplay μεταξύ των μουσικών. Δεν έχεις την τύχη να δεις μια τόσο δεμένη ομάδα τζαζ Ελλήνων μουσικών. Τα τρία όργανα, πέρα από το νέϋ, σαφέστατα επιθυμούν να αναδείξουν τον ήχο του ως κυρίαρχο. Ταυτόχρονα, όμως, το νέϋ του Λαμπράκη απλά λειτουργεί στο χώρο του έξω από λογικές “ο σολίστας και η μπάντα του”.
Μέσα από ελληνικότατους τίτλους κομματιών, όπως Ξηροβούνι, Μελισσουργός, Κότσυφας και μαζί με τον ήχο του νέϋ (που προσωπικά μου θυμίζει πολύ το αρμένικο ντούντουκ) επιθυμούν να τονίσουν την ανατολίτικη συνιστώσα της μουσικής. Τα κολτρεϊνικά μοτίβα του κουαρτέτου (ιδιαίτερα το παίξιμο του σπουδαίου Σιδηροκαστρίτη στα ντραμς) είναι μεν πολύ όμορφα όσο και δυναμικά , λειαίνουν δε τις αιχμές του ήχου του κουαρτέτου μια και επιμένουν να παίζουν σε μια safe zone κάπου μεταξύ της ιστορίας της τζαζ και μιας, ελάχιστης όμως, αυτοσχεδιαστικής πρόκλησης.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό, αλλά νομίζω πως φοβούνται να πέσουν στα βαθιά και να κολυμπήσουν, την πάνε περπατώντας και με μια σχετική ασφάλεια τη διαδρομή της γέφυρας.
ο κουλτουριάρης