«Στη Μεσόγειο Θάλασσα όπου γεννήθηκε η κουλτούρα μας, έγιναν ελεύθερες εκλογές ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη – Ψιθυριζόταν βέβαια πως οι δυο τους είχαν συμμαχήσει κρυφά μεταξύ τους, αλλά οι περισσότεροι ψήφισαν τη μία ή την άλλη – Περιέργως κανένας τους δεν έμεινε ζωντανός, εκτός από τον Οδυσσέα. Αυτός δεν αναγνώρισε τις εκλογές».
- Eric Fried, ‘Κλασική Ελευθερία Αποφάσεων’
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιος όσες δυνάμεις αυτό-τοποθετούνται στον επαναστατικό πόλο του πολιτικού φάσματος είναι η ασυνέπεια. Όπως και σε όλες τις εκλογές το ΚΚΕ ήθελε να «είναι δυνατό», η εξω-κοινοβουλευτική αριστερά «μέτρησε τις δυνάμεις» της καταγγέλλοντας συγχρόνως τον αστισμό και ο αναρχοαυτόνομος «χώρος» παρήγαγε τον γνωστό του αντί-εκλογικό λόγο προτάσσοντας μια ενεργητική αποχή. Στον πυρήνα αυτού του λόγου είναι η θέση ότι οι εκλογές αποτελούν μια συστημική διαδικασία εναλλαγής στην εξουσία που δεν αλλάζει τίποτα· κατά το προσφιλέστερο, μια «αυταπάτη». Συνήθως, το απαραίτητο συμπλήρωμα σε αυτήν την κριτική είναι η αντιπαραβολή των εκλογών με την κοινωνική επανάσταση, η οποία και αποτελεί τη μόνη πραγματική λύση. Χωρίς αμφιβολία, οι εκλογές που παρήλθαν δεν πρόκειται να εκκινήσουν διαδικασίες επαναστατικού μετασχηματισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επίσης, δεν αποτελεί επουδενί μια επαναστατική πολιτική δύναμη. Το πρόβλημα όμως εδώ είναι ότι αυτοί που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα τους απασχολεί κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι ότι η επαναστατική κριτική είναι λάθος, το κάθε άλλο· το πρόβλημα είναι ότι η αυτή η κριτική διατυπωμένη ως γενικός κανόνας επιβεβαιώνει την εξωτερικότητα της επαναστατικής προβληματικής από τα συγκεκριμένα διακυβεύματα των εκλογών που πέρασαν.[1] Κατά αυτόν τον τρόπο, η αποκήρυξη των εκλογών τείνει επικίνδυνα προς μια καθαρά ιδεολογική σφαίρα, αποκομμένη από τη συγκυρία, τις δυναμικές, τις σχέσεις και τις συγκρούσεις που την ορίζουν. Σαν την επανάσταση, η οποία, όπως έχει παρατηρήσει ο Debord, είναι για τους αναρχικούς πάντα άμεσα παρούσα,[2] έτσι και οι εκλογές καταλήγουν να στερούνται κάθε διάσταση ιστορικότητας. Αυτό σίγουρα προστατεύει τον αναρχικό χώρο από τα αδιέξοδα του τακτικισμού και τις παγίδες των συμβιβασμών. Αλλά συγχρόνως περιορίζει τον αναρχικό λόγο στην επανάληψη κάποιων «οριστικών αληθειών»[3] αποκομμένων από την δεδομένη ιστορική συγκυρία.
Αν οι εκλογές είναι μια «αυταπάτη», η προοπτική του γενικευμένου εκλογικού δικαιώματος φόβιζε αρκετά τις άρχουσες τάξεις ώστε να το αντιπαλεύουν με πάθος για δεκαετίες. Δεν χρειάστηκε τίποτα λιγότερο από χρόνιους αγώνες, το φάντασμα της επανάστασης και έναν παγκόσμιο πόλεμο ώστε το εκλογικό δικαίωμα να κατοχυρωθεί πλήρως, και αυτό μόνο σε ορισμένα κράτη και υπό προϋποθέσεις. Ίσως αυτός ο φόβος των κυρίαρχων τάξεων να συνείσφερε στην πεποίθηση ορισμένων σοσιαλιστών του 19ου αιώνα ότι υπάρχει ένας κοινοβουλευτικός δρόμος για τον σοσιαλισμό, μια πεποίθηση που ενίοτε μοιραζόταν ο Marx και πιο ρητά ο Engels (θαμπωμένος από την εντυπωσιακή άνοδο της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας). Αυτή η πεποίθηση φυσικά αποδείχτηκε φρούδα, κάτι που δεν ήταν καθόλου τυχαίο καθώς η πολιτική αναγνώριση σήμανε και μια ουσιαστική ενσωμάτωση. Με το που ενσωματώνεται ένα κόμμα στο πολιτικό σύστημα, πέρα από την αναπόφευκτη γραφειοκρατικοποίηση και επαγγελματοπόιηση του, σημαίνει ότι προσδένεται (υλικά αλλά και ψυχικά) στο υπάρχον. Όσο μάλιστα πιο επιτυχημένο γίνει τόσο περισσότερο το κράτος που κάποτε ήθελε να τσακίσει ή έστω να ξεπεράσει μελλοντικά γίνεται το δικό του κράτος, το οποίο και πρέπει να υπερασπιστεί, αφού έτσι εν τέλει υπερασπίζει αυτό που είναι. Από το SPD στην Γερμανία και το PCI στην Ιταλία έως το ΚΚΕ στην Ελλάδα τα παραδείγματα είναι πολλά και χαρακτηριστικά.
Αν όμως οι εκλογές ποτέ δεν αποτέλεσαν την βασιλική οδό για τον σοσιαλισμό θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι ως διαδικασία στερούνταν κάθε νοήματος ή ότι «δεν άλλαζαν τίποτα». Καταρχάς, η ύπαρξη ελεύθερων εκλογών αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούσαν τις δυτικές δημοκρατίες από τα μονοκομματικά «κομμουνιστικά» κράτη, δίνοντας υλική βάση στην αξίωση ότι σε αυτές υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία. Φυσικά, αυτές οι εκλογές δεν ήταν εντελώς ελεύθερες καθώς, πέρα από την παρέμβαση των μυστικών υπηρεσιών σε κράτη «υψηλού κινδύνου» όπως η Ιταλία, σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τα διάφορα ΚΚ μπορούσαν να συμμετέχουν μόνο με την προϋπόθεση ότι δεν είχαν αξιώσεις εξουσίας, ενώ σε κάποιες χώρες όπως την Ελλάδα δεν συμμετείχαν καθόλου. Ακόμα και έτσι, όμως, οι εκλογές ως τόπος πολιτικής αντιπαράθεσης της Αριστεράς και της Δεξιάς μπορούσαν να αποτελούν, έως ένα βαθμό και πάντα σε συνάρτηση με την από τα κάτω πίεση, μια διαδικασία αποφασιστική για την προώθηση ή παρακώλυση ζητημάτων όπως τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους κλπ. Επίσης, σε ορισμένες (λίγες αλλά υπαρκτές) συγκυρίες οξυμένου ταξικού-κοινωνικού ανταγωνισμού οι εκλογές ανέβασαν, ή απειλούσαν ότι θα ανεβάσουν, στην κυβερνητική εξουσία κόμματα που εξέφραζαν προσδοκίες και συμφέροντα απειλητικά προς τα συμφέροντα των προνομιούχων τάξεων. Σε αυτές τις συγκυρίες όπου η «εκλογική αυταπάτη» γινόταν αρκετά επικίνδυνη ως προς τις επιπτώσεις της, φαίνονταν καθαρά και τα όρια των εκλογών καθώς η «βούληση του λαού» μπορούσε να παρακαμφθεί ακόμα και με βίαιο τρόπο μέσω κάποιας στρατιωτικής δικτατορίας. Επειδή όμως σε τέτοια πραξικοπήματα κάτι χανόταν, κάτι περισσότερο από μια αυταπάτη του συστήματος, ο αντιδικτατορικός αγώνας γινόταν αυτομάτως ο κεντρομόλος άξονας του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ριζοσπαστική-επαναστατική κριτική στις κοινοβουλευτικές εκλογές ήταν άτοπη ή άκαιρη. Όσο βάσιμες όμως και αν ήταν αυτές οι κριτικές δεν μπορούσαν να αλλάξουν το γεγονός ότι οι εκλογές, και εν γένει η ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών, συντέλεσαν (μαζί με άλλους παράγοντες όπως η οικονομική ανάπτυξη και το αντί-παράδειγμα του Σταλινισμού) στην πρόσδεση των συμφερόντων και επιθυμιών της εργατικής τάξης στο υπάρχον. Την ίδια στιγμή, η ύπαρξη δημοκρατικών θεσμών έκανε δυνατή και την ενσωμάτωση όσων νέων κινημάτων αναδύονταν όπως αυτά των φοιτητών και των αποκλεισμένων κοινωνικών ομάδων. Για ακόμα μια φορά, φυσικά, η ενσωμάτωση έδειχνε συγχρόνως τα όρια του κοινοβουλευτισμού καθώς η πολιτική αναγνώριση επουδενί δεν κατήργησε πλήρως τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά αντίθετα παρήγαγε νέες εσωτερικές διακρίσεις. Επίσης, ακόμα και στις πλέον εδραιωμένες δημοκρατίες της Δύσης παρέμενε ένας εσωτερικός εχθρός που υφίστατο βίαιη καταστολή, θυμίζοντας ότι ακόμα και το πιο δημοκρατικό κράτος είναι ένας μηχανισμός που στηρίζεται στη βία για την ομαλή αναπαραγωγή της κρατούσας κατάστασης. Δυστυχώς, όμως, ήταν ακριβώς σε στιγμές έκρηξης του ριζοσπαστισμού, όπως στις δεκαετίες του 60΄ και του 70΄, όπου φάνηκε ότι σε μια στοιχειωδώς λειτουργική δημοκρατία οι συνθήκες για κοινωνική επανάσταση, τουλάχιστον όπως αυτή είχε παραχθεί στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, απλά δεν υπήρχαν.
Αν δεν επέφερε κάποια κοινωνική επανάσταση, η έκρηξη ριζοσπαστισμού των προαναφερθέντων δεκαετιών έθεσε ανάμεσα σε διάφορα άλλα το ζήτημα μιας ουσιαστικής εμβάθυνσης της δημοκρατίας πέρα από τον φορμαλισμό των δυτικών δημοκρατιών, οι οποίες έβλεπαν στις εκλογές την πεμπτουσία ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. ΄Έκτοτε, αυτή η ένταση μεταξύ μιας νομιμοποιητικής-φορμαλιστικής και μιας κριτικής-ριζοσπαστικής αντίληψης περί δημοκρατίας παραμένει εκ των σταθερών της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Από την μεριά πάντως των κυβερνώντων τάξεων ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε ένα πλεόνασμα δημοκρατίας που ήταν προβληματικό. Το κατά πόσο ό,τι ακολούθησε ήταν αποτέλεσμα ενός ρητού σχεδίου ή παράγωγο απρόσωπων διαδικασιών αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού είναι ανοιχτό προς συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση στις δεκαετίες που ακολούθησαν και ξεκινώντας από το «κέντρο» του καπιταλιστικού κόσμου συντελέστηκαν ουσιαστικές αλλαγές στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Συγκεκριμένα, μέσα σε ένα περιρρέον πλαίσιο νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και συναίνεσης συντελέστηκε μια (βαθειά πολιτική) αποπολιτικοποίηση του ανταγωνισμού που οδήγησε στην παραγωγή ενός ιδιότυπου μονοκομματισμού: ενώ τυπικά συνεχίζουν να υπάρχουν ελεύθερες εκλογές πλέον τα δυο βασικά κόμματα που μονοπωλούσαν και ανταγωνίζονταν για την κυβερνητική εξουσία έγιναν απλά διαφορετικές εκδοχές της ίδιας προοπτικής και φορείς του ίδιου μετά-ιδεολογικού λόγου ο οποίος απολυτοποιούσε το παρόν αποκηρύσσοντας τις «ακρότητες» και τα πάθη του παρελθόντος. Σε αυτό το πλαίσιο «κεντρώου απολυταρχισμού» κάθε άλλη προοπτική είχε τοποθετηθεί στις παρυφές του πολιτικού συστήματος καλούμενη να αποδεχτεί τον ρόλο του κομπάρσου. Η όλη διαδικασία ήταν δομημένη έτσι ώστε οποιαδήποτε, στοιχειωδώς ετερογενή, δύναμη να μην έχει αξιώσεις κυβερνητικής εξουσίας. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με βαθειά ρήξη όσο με μία ολοκλήρωση τάσεων εγγενών στον κοινοβουλευτισμό: οι εκλογές συγκεκριμένα ολοκληρώνονται ως μια καθαρά νομιμοποιητική διαδικασία η οποία δεν αποφασίζει τίποτα, εφόσον όλες οι σημαντικές αποφάσεις είναι προειλημμένες. Δικαιολογημένα εντός αυτού του πλαισίου ο Badiou ονόμασε τις εκλογές τη «τελευταία ιερή αγελάδα» των δυτικών κοινωνιών.[4]
Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, ειδικά σε κράτη που αυτή έγινε ιδιαίτερα αισθητή, αναμενόμενα έβαλε σε δοκιμασία τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και την πολιτική ρύθμιση που είχε επιβληθεί. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που επί της ουσίας κηρύχθηκε δεν κατέρρευσε μόνο ο ένας πυλώνας του κυρίαρχου μονοκομματισμού (το ΠΑΣΟΚ) αλλά και ο άλλος (η Νέα Δημοκρατία) αναγκάστηκε να ντύσει τον μετά-ιδεολογικό εξτρεμισμό του με μια (άκρο)δεξιά προβιά ποτισμένη σε εμφύλιο-πολεμική ρητορική βγαλμένη από το παρελθόν. Από την άλλη, όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή η «μετά-δημοκρατική» συνθήκη έδειξε την ισχύ της, καθώς το 2012 η πιθανότητα ανάδειξης στην εξουσία ενός κόμματος στοιχειωδώς ετερογενούς από τις ταγές «των αγορών» κινητοποίησε έναν τεράστιο μηχανισμό αποτροπή της. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι θα ακολουθούσε εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερνε και γινόταν κυβέρνηση τότε αλλά είναι ακριβώς η τοποθέτηση αυτής της (καθαυτής ελάχιστα επαναστατικής) προοπτικής στη σφαίρα του «ακραίου» που δείχνει το βάθος του κεντρώου απολυταρχισμού ως φορέα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.[5]
Κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Όπως φάνηκε και από την στάση των ΜΜΕ όσο πλησίαζε η «ώρα της κάλπης» αλλά και μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, οι εκλογές του 2015 δεν ήταν σαν τις εκλογές του 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ από ένας κομήτης που ήρθε στο προσκήνιο από ένα συνδυασμό της δυναμικής του αντί-μνημονιακού κινήματος και της κρίσης αντιπροσώπευσης, γίνεται σιγά-σιγά ο πυλώνας ενός νέου δικομματισμού γύρω από τον οποίο θα αναδιαταχθεί το πολιτικό σκηνικό και θα καθοριστούν οι πολιτικές θέσεις και ρόλοι. Κατά τον ίδιο τρόπο, η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ πέρα από αναγκαιότητα είναι έκφραση της νέας εθνικής συναίνεσης που πρέπει να παραχθεί. Από αυτήν την σκοπιά, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί όντως όψη μιας δομικής αυτό-αναδιάρθρωσης του συστήματος εξουσίας (η οποία άλλωστε δείχνει την ελαστικότητα άρα και τις δυσκολίες ξεπεράσματος της αστικής δημοκρατίας). Όμως, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία δεν είναι μόνο αυτό. Όποιος είχε ελάχιστη επαφή με τα προνομιούχα στρώματα και τον φόβο που δημιουργούσε η προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να καταλάβει ότι η άνοδος του τελευταίου στην κυβερνητική εξουσία ήταν συγχρόνως αποτέλεσμα της ταξικής πόλωσης και των πολιτικών εξελίξεων των τελευταίων χρόνων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει αφενός την προσδοκία των μη-προνομιούχων τάξεων για μια βελτίωση της ζωής τους και αφετέρου την επανεγγραφή της Αριστεράς ως φορέα μια εναλλακτικής πολιτικής προοπτικής. Η τελευταία αφορά φυσικά μια καλύτερη διαχείριση μην έχοντας καν το θάρρος εκφοράς της λέξης «σοσιαλισμός» – πόσο μάλλον κομμουνισμός -, κάτι που σχετίζεται και με το γεγονός ότι πολλές από τις προσδοκίες που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι βαθειά συντηρητικές και αφορούν μια αποκατάσταση. Ακόμα χειρότερα πολλές από αυτές τις προσδοκίες είναι αντιθετικές ειδικά μεταξύ των εργαζόμενων στρωμάτων και του μικρού κεφαλαίου. Αναπόφευκτα, η «εθνική ενότητα» έρχεται ως ο απαραίτητος συγκολλητικός κρίκος ο οποίος όμως κάποια στιγμή θα σπάσει. Από αυτή σκοπιά, η συγκυβέρνηση με ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα είναι αποτύπωση των αδιεξόδων που ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη έφερε εντός του. Ενώ όμως τα όρια και τα προβλήματα της λογικής του «όλοι οι Έλληνες μαζί μπορούμε» είναι δεδομένα και θα φανούν, δεν πρέπει να επικαλύπτουν την ύπαρξη προοδευτικών σε σχέση με την παρούσα κατάσταση στοιχείων. Αν επαναφερθεί η 13η σύνταξη, αν αυξηθεί ο βασικός μισθός, αν αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αν χαλαρώσει η πολιτική καταστολής, αν δημιουργηθεί στην Ευρώπη ένα πολιτικό ρεύμα που θα αμφισβητεί σε θεσμικό επίπεδο τον κεντρώο απολυταρχισμό· μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν «ψίχουλα» σε σχέση με το τι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι. Αλλά είναι το λιγότερο υπερβολικό το να λέμε ότι «δεν αλλάζουν τίποτα» αν γίνουν. Αν μη τι άλλο ίσως δημιουργήσουν ρωγμές στην ηγεμονία των πολιτικών λιτότητας η οποία οδήγησε πολλούς ανθρώπους να βολεύονται με τα ελάχιστα. Αντί λοιπόν να απαξιώνονται οι όποιες θετικές μεταρρυθμίσεις και διαδικασίες ο πραγματικός προβληματισμός θα έπρεπε να είναι στο πως μπορεί ένας πολιτικός χώρος να συντελέσει στην ριζοσπαστικοποίηση των αιτημάτων και προσδοκιών των υποτελών τάξεων.
Είναι δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ικανοποιήσει όλες τις προσδοκίες και σίγουρα δεν πρόκειται να οδηγήσει «την Ελλάδα» (sic) «έξω» από την κρίση. Αλλά αυτό από μόνο του δεν οδηγεί αυτόματα σε μια κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού και ακόμα λιγότερο δεν οδηγεί απαραίτητα στη γενικευμένη αυτό-διεύθυνση, λες και η τελευταία κρύβεται πίσω από τις πλάνες του κοινοβουλευτισμού ως αλήθεια έτοιμη να αποκαλυφθεί. Η σύντομη ιστορική αναδρομή ήθελε να τονίσει ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι απλά ένας τόπος κυριαρχίας αλλά ένα πεδίο πραγματικών διαμεσολαβήσεων που είναι πορώδες στις διακυμάνσεις της ταξικής πάλης Αν συνεπώς ο όποιος ριζοσπαστικός ή επαναστατικός λόγος θέλει να μην είναι εντελώς αυτό-αναφορικός και εκτός θέματος θα πρέπει να λάβει υπόψη του το νέο σκηνικό για αυτό που είναι: όχι μια ακόμη πλάνη «των εξουσιαστών» αλλά αποτύπωση του κοινωνικού ανταγωνισμού των προηγούμενων χρόνων, με όλες του τις αντιφάσεις, αδυναμίες αλλά και με όλες του τις ελλοχεύουσες δυναμικές. Τεράστιας σημασίας εδώ είναι η κατανόηση της μη-ταύτισης ενός πολιτικού φορέα με τις κοινωνικές προσδοκίες που εκφράζει, καθώς είναι μέσα σε αυτό το κενό που δημιουργείται η διαδρομή (ενίοτε σύντομη άλλοτε μακρά) από μια Προσωρινή Κυβέρνηση στην Σοβιετική εξουσία έως και την Κρονστάνδη. Ακόμα και αν επέλθει μια σχετική σταθεροποίηση είναι εξαιρετικά δύσκολο στις τρέχουσες συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης να επέλθει μακρά κοινωνική συναίνεση και πολιτική ομαλότητα, άρα είναι απαραίτητο κάποιος να προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα: από το καλό σενάριο μιας άνθισης αγώνων λόγω αύξησης των προσδοκιών όσο και για το κακό σενάριο της παταγώδους αποτυχίας και της (άκρο)δεξιάς αντεπίθεσης.[6] Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να μην αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους, και δη τις υποτελείς τάξεις, ως μπούφους που τους πλανεύει η εξουσία αλλά ως φορείς αναγκών, συμφερόντων και επιθυμιών τα οποία ενώ μπορεί να συγκροτούνται εντός του παρόντος συστήματος μπορεί και να οδηγήσουν πέρα από αυτό.
Silence-Infinis
[1] Μια ενδελεχή ανάπτυξη αυτής της προβληματικής για την «επαναστατική παρέμβαση» γίνεται στο Bob, ‘Τυφλοπόντικα είσαι εδώ; Αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο, πάλη των τάξεων και επαναστατική προοπτική’, blaumachen #6, (2013), σ.216
[2] Guy Debord, Η Κοινωνία του Θεάματος, μτφ. Σύλβια, (Αθήνα: 2000, Διεθνής Βιβλιοθήκη), §92, σ.68
[3] Οπ. π., §92, σ.69
[4] Alain Badiou, ‘On Parliamentary Democracy: The French Presidential elections of 2002′, Polemics, (London and New York: 2005, Verso), σ.78
[5] Εδώ δεν υπονοείται η πιθανότητα κάποιου στρατιωτικού πραξικοπήματος καθώς στην εποχή του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού υπάρχουν μηχανισμοί πειθάρχησης και ελέγχου που έχουν κάνει τις παραδοσιακές χούντες περιττές. Από την άλλη δεν μπορεί να παραγράψουμε το γεγονός ότι σε στιγμές που κηρύσσονται ως έκτακτη ανάγκη οι δημοκρατίες μπορούν σιγά-σιγά να κατεβάζουν τον στρατό στους δρόμους.
[6] Για να γίνει αυτό φυσικά πρέπει να υπάρχουν συλλογικές δομές παραγωγής γνώσης και εμπειρίας. Στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο δυστυχώς υπάρχει έλλειμμα ως προς την ύπαρξη τέτοιων δομών το οποίο κάποια στιγμή καλό είναι να ξεπεραστεί.