Η θέση που έχω επιλέξει σε ότι αφορά το τεράστιο γεγονός της παρουσίας της Documenta 14 στην πόλη μου, είναι αυτή του καλοπροαίρετου παρατηρητή. Παρατηρητής γιατί γνωρίζω, όπως όλοι υποθέτω, τις πηγές χρηματοδότησης της. Καλοπροαίρετος γιατί κατανοώ απόλυτα πως στην Αθήνα, στην περιφέρεια της Ευρώπης, θα δούμε κάποια πράγματα που συμβαίνουν στο τώρα, τα οποία χωρίς την αφορμή της έκθεσης δεν θα συνέβαιναν ποτέ. Μέχρι αυτό το σημείο όλα καλά.
Προσπαθώντας συχνά να αυτομολώ, εισβάλλοντας ως καμικάζι στον παράξενο χώρο που θα ονομάζαμε παροικούντες στην (καλλιτεχνική) Ιερουσαλήμ, διακρίνω μια βλαχοδημαρχιακή λογική που εκφράζεται με το μότο “έρχονται αυτοί από το εξωτερικό που έχουν και τα λεφτά και τα μέσα και το know how”. Μια τέτοια λογική, εξ ορισμού, αποκλείει τη δυνατότητα κριτικής και άποψης για τα τεκταινόμενα. Αφού δεν ξέρεις, πως να κρίνεις; Την ίδια στιγμή δημιουργεί την τάση-αλλά και τη διάθεση-στο κοινό το οποίο θα παρακολουθήσει τα δρώμενα, να παραμένει με το στόμα ανοιχτό μπροστά σε οτιδήποτε και αν του προβάλλεται. Δεν ξέρω αν η Documenta θέλει να μάθει από την Αθήνα (τι άραγε;), αλλά μέχρι στιγμής μόνο αυτό που δεν συμβαίνει.
Ο χώρος (τα πρώην κρατητήρια βασανιστηρίων της ΕΑΤ-ΕΣΑ στην Χούντα) που επιλέχθηκε για τις δημόσιες δράσεις, αποτελεί από μόνος του μια προβληματική. Ενώ με βάση το ιστορικό του υπόβαθρο και βάρος θα έπρεπε να αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο, με την ανάλογη βαρύτητα που περιέχει αυτό, στην ουσία είναι ένα πολύ ευχάριστο σημείο να πας, να κάνεις τη βόλτα σου, να φέρεις το σκυλί σου, να κάνεις οτιδήποτε άλλο εκτός από το να γίνεις κοινωνός της ιστορίας. Και η ιστορία δεν είναι πάντα ευχάριστη, ούτε η ανάμνηση της υπόστρωμα για χαρούμενες selfie. Το κράτος όμως, όπως κάθε εξουσία που σέβεται τους συμμάχους της και τη συνέχεια της, φρόντισε να απονοηματοδοτήσει το χώρο αυτό, δημιουργώντας αυτό που περιέγραψα παραπάνω. Και οι άνθρωποι της Documenta επέλεξαν αυτό το χώρο για να δημιουργήσουν, υποτίθεται, αιχμές και πολεμικές και να προκαλέσουν προβληματικές.
Η χθεσινή, πλέον, μέρα, Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου είχε τον τίτλο Post-porn activism and Ecosexual Freedom. Κατά τη γνώμη μου η θεματική είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και να πω και την αλήθεια μου, θεώρησα μια μικρή μαγκιά αυτή την επιλογή. Τέτοιου τύπου θεματικές παραμένουν άγραφο χαρτί για την τεράστια πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που φράσεις όπως έμφυλο ζήτημα, σεξισμός, πατριαρχία νομίζει πως αναφέρονται στην εκκλησία (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε τσόντες (στην χειρότερη).
H παρουσία και μόνο της Annie Sprinkle (μαζί με τη σύντροφο της σε όλα τα πεδία της κοινωνικής τους ζωής Beth Stephens) δημιουργούσε την έντονη προσδοκία μιας δυναμικής εμφάνισης και της έντονης διαλεκτικής της πρόκλησης. Η ίδια η πορεία της από sex worker σε συνειδητοποιήμενη ακτιβίστρια του γυναικείου σώματος αλλά και της οικολογίας εν μέσω πυρών και από τους φεμινιστικούς κύκλους και από τη σεξιστική κοινωνία που τη θεωρούσε ένα κομμάτι κρέας, συναινούσε στη λογική της πρόκλησης και κραύγαζε για την πολιτική της στάση.
Αυτό που βιώσαμε, ουσιαστικά, ήταν μια παρουσίαση της πορείας της (με μπόλικο footage από τσόντες, για το οποίο η ίδια με καλοσύνη και κατανόηση σχολίαζε πως οποιος ενοχλειται ας κλείνει λίγο τα μάτια, δεν έγινε και κάτι) αλλά και της συντρόφου της. Αυτή η παρουσίαση συνοδευόταν από γελάκια, σχόλια για το πόσο καλό ήταν το team των τεχνικών, προσπάθειες να πουν ευχαριστώ στα ελληνικά και μια συνολική δυναμική παρουσίασης ενός good time. Απονοηματοδοτούσε την ίδια της τη δουλειά αλλά και στάση ζωής, παρουσιάζοντας την ως μια εικόνα χαρούμενη και καλοσυνάτη, αρνούμενη (τουλάχιστον αυτό εισέπραξα εγώ ) να μας κακοκαρδίσει με το σκοτάδι, τη βρωμιά και τη βάσανο που εμπεριέχει κάθε είδους ακτιβισμός που αφορά τις βιωμένες πραγματικότητες μας. Κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, περάσαμε σε μια τύπου performance-ritual όπου οι ίδιες, μαζί με επιλεγμένους/ες και δασκαλεμένους εθελοντές και εθελόντριες (γιατί η Documenta παρά το κολύμπι στο χρήμα στηρίζει τον εθελοντισμό) θα χόρευαν, κραύγαζαν, γδύνονταν και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, σε ανάλογης αισθητικής ντεκόρ, για το νερό και τη Γη. Η ανοχή μου στον οτιναναι χαρούμενο χιπισμό είναι πολύ μικρή, και στα πέντε από τα εικοσιπέντε λεπτά της performance αποχώρησα.
Στη συνέχεια ακολουθούσαν και έκλειναν οι Αδέσποτες Σκύλες. Η, συνοδευόμενη από live μουσική, πρόζα τους δεν ήταν του γούστου μου και κατανοώ απόλυτα πως πολύ πιθανό να τις αδικώ. Δυστυχώς, όμως αυτή η feelgood τζαζ-ροκ αισθητική που συναντάς κατά κόρον σε μαγαζιά στα πέριξ και μέσα του Κολωνακίου, με τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί cutting edge και να παρουσιάζεται ως τέτοια και φρέσκια σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Ούτε και το να δημιουργείς ένα κολάζ-προσπαθώντας να φτιάξεις ένα πολιτικό κείμενο κριτικής-από κείμενα του Καμύ, του Γκαλεάνο και άλλων, θα καταφέρεις να φιλοτεχνήσεις κάτι που να ρέει και να έχει συνοχή. Το μεγάλο σοκ ήρθε, όμως, όταν οι ίδιες, μιλώντας για την αυτό-οργανωμένη ομάδα τους, μας ανακοίνωσαν πως πληρώνονται μόνο από το κοινό τους. Άρα στην Documenta των εκατομμυρίων παίζουν τσάμπα; Ο εθελοντισμός που ανέφερα και πιο πάνω; Το σημαντικότερο καλλιτεχνικό γεγονός, τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας, στην Ελλάδα δημιουργεί τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει καθαρά αντλώντας υπεραξία από το όνομα του, χωρίς καν να πληρώνει το βασικό υποκείμενο (τον καλλιτέχνη δηλαδή) στο οποίο οφείλει την ύπαρξη του; Είτε κάτι δεν μας ειπώθηκε σωστά, είτε κάτι δεν πάει καθόλου καλά εδώ.
Θα μπορούσε, ίσως, απλά να υπάρχει η λογική του τσάμπα. Πως αφού, δηλαδή, οι δημόσιες δράσεις έχουν ελευθερη είσοδο, προσφέρουν και το ανάλογο θέαμα. Μόνο που και πάλι αυτή τη μπακαλίστικη λογική δεν την λες και προωθητική για τις τέχνες στην Ελλάδα της κρίσης. Θα παραμείνω καλοπροαίρετος, όμως, περιμένοντας περισσότερα και, επιπλέον, δεν θα γράψω γραμμή για όσα είδα το προηγούμενο Σάββατο. Τόσο πολύ καλοπροαίρετος.
ο κουλτουριάρης