Δημοσιεύουμε το όγδοο κεφάλαιο του βιβλίου του Vadim V. Damier «O αναρχοσυνδικαλισμός στον 20ο αιώνα», το οποίο βρίσκεται υπό μετάφραση. Το κεφάλαιο παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τις θεωρητικές συζητήσεις του αναρχικού, αναρχοσυνδικαλιστικού και επαναστατικού συνδικαλιστικού κινήματος κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Δυο δεκαετίες κρίσιμες για το εργατικό κίνημα, που οδήγησαν στην κορύφωση, των μακροχρόνιων προσπαθειών των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών, με την Κοινωνική Επανάσταση στην Ισπανία το 1936. Το κείμενο για αυτό το λόγο δημοσιεύεται και στην ενότητα για τα 80χρονα της Κοινωνικής Επανάστασης, μιας και αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα του ιστορικού πλαισίου, εντός του κινήματος, σε όλο τον κόσμο, που οδήγησε στα γεγονότα του Ιουλίου του 1936. Οι συζητήσεις, οι καβγάδες, οι αγωνίες, οι φωνές από το παρελθόν, των συντροφισσών και των συντρόφων, με μοναδική τους έγνοια των αγώνα και το χτίσιμο μιας άλλης κοινωνίας. Λόγω του μεγέθους του όγδοου κεφαλαίου, η δημοσίευση του, εδώ, χωρίζεται σε τέσσερα μέρη.
Αναρχισμός & Αναρχοσυνδικαλισμός 1920-1930 2ο μέρος
Αναρχισμός & Αναρχοσυνδικαλισμός 1920-1930 3ο μέρος
Αναρχισμός & Αναρχοσυνδικαλισμός 1920-1930 4ο μέρος
***
Ιδεολογικές και Θεωρητικές συζητήσεις στον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό των δεκαετιών 1920-1930.
Παρά τις βαριές ήττες σε πολλές χώρες, την καταστολή από δικτατορίες και τις πολιτικές των κομουνιστών που στόχευαν στην εκτροπή του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος, οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 αποτέλεσαν μια περίοδο έντονων θεωρητικών συζητήσεων μεταξύ των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών. Οι συμμετέχοντες σε αυτές τις συζητήσεις όχι μόνο κατέθεσαν μια διεισδυτική ανάλυση της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά περιέγραψαν, επίσης, την σοσιαλιστική εναλλακτική με μεγάλη διορατικότητα.
Σε όλα τα έγγραφα και και τις αποφάσεις της I.W.A. δίνεται έμφαση στη βάση της ενότητας του αναρχοσυνδικαλισμού: ο κοινός σκοπός(ο ελευθεριακός κομμουνισμός, ο ελεύθερος σοσιαλισμός) και οι κοινές αρχές και μέθοδοι αγώνα(η άμεση δράση μέχρι -και συμπεριλαμβάνοντας- την κοινωνική επανάσταση). Ωστόσο, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, υπήρχαν σημαντικές παρεκκλίσεις στο εσωτερικό του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος.
«Ξέρουμε πολύ καλά πως μέσα στις οργανώσεις -και ακόμα περισσότερο στο εσωτερικό μιας διεθνούς ένωσης διάφορων εθνικών οργανώσεων- είναι αδύνατο να πετύχουμε πλήρη αρμονία», έλεγε ο Rudolph Rocker στο δεύτερο συνέδριο της I.W.A. στο Άμστερνταμ το 1925. «Από την άλλη, θεωρούμε πως ακόμα και οι διαφορετικές απόψεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα, στο εσωτερικό μιας και μοναδικής οργάνωσης, εξυπηρετούν έναν χρήσιμο σκοπό βοηθώντας την πνευματική ανάπτυξη και ενθαρρύνοντας την ανεξάρτητη κρίση. Το έχουμε δει να συμβαίνει αυτό στην I.W.A.»[1]
Η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης και τα επαναστατικά ξεσπάσματα μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο, άφησαν τα σημάδια τους στις απόψεις των ελευθεριακών σχετικά με τη σύγχρονη κοινωνία και την εναλλακτική σε αυτήν. Σε αυτήν την περίοδο ήταν που αναπτύχθηκε ο λεγόμενος «αναρχικός ρεβιζιονισμός».[2] Στην Ιταλία, ο Errico Malatesta και ο Camillo Berneri έδρασαν ως οι κύριοι προπαγανδιστές του. Ο πρώτος, γνωστός από παλιά ως ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχοκομουνισμού, ενώ δεν αποκήρυττε τις βασικές ιδεολογικές αρχές του, πίστευε πλέον -ως αποτέλεσμα της Ρωσικής εμπειρίας- πως «για την οργάνωση ευρείας κλίμακας της κομουνιστικής κοινωνίας, κάποιος θα πρέπει να μετασχηματίσει ριζοσπαστικά το σύνολο της οικονομικής ζωής -τα μέσα παραγωγής, τις ανταλλαγές, τη διανομή και την κατανάλωση- και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με ένα βήμα τη φορά.» Πίστευε πως κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι αναρχικοί θα έβρισκαν τους εαυτούς τους να είναι μειοψηφία αρχικά και όφειλαν να μην επιβάλουν τις δικές τους ιδέες και έννοιες στο σύνολο της κοινωνίας. Οι επαναστάσεις, κατά τη γνώμη του, ήταν ικανές να οδηγήσουν σε μια πολυφωνική κοινωνία, αποτελούμενη από πολλές κομούνες ενωμένες, μέσω κομουνιστικών, αλλά και εμπορικών, σχέσεων.[3]
Κάποιοι αναρχικοί, προσπαθώντας να κατανοήσουν γιατί οι Μπολσεβίκοι νίκησαν στην Ρωσική Επανάσταση, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως υπήρχε ένα μάθημα που έπρεπε να πάρουν στο πεδίο της τακτικής και της οργάνωσης. Έτσι, οι «πλατφορμιστές»(μια ομάδα της οποίας ηγούνταν ο Nestor Makhno και ο Petr Arshinov) πήραν μια θέση για την αναγνώριση της αρχής της ταξικής πάλης στην ιστορία, και για τη δημιουργία μιας δυνατής οργάνωσης αναρχικών(για την ακρίβεια, έναν τύπο κόμματος) που θα έπαιζε μέρος, ως μια ενοποιητική δύναμη, στα Σοβιέτ και στο συνδικαλιστικό κίνημα, παίζοντας ηγετικό, ιδεολογικό και εποικοδομητικό, ρόλο στην επανάσταση. Βασικά, οι «πλατφορμιστές» επέτρεπαν την ύπαρξη σταδίων στην επαναστατική διαδικασία και την εκπλήρωση των κυβερνητικών λειτουργιών από τα Σοβιέτ. Επέμεναν πως στο παραγωγικό σύστημα της μελλοντικής κοινωνίας, η αποκέντρωση και η ενσωμάτωση της εργασίας θα αποτελούσαν τεχνικά ζητήματα, υποκείμενα των αναγκών μιας ενοποιημένης οικονομίας παρά ζητήματα αρχής. Υιοθετούσαν, πράγματι, την βιομηχανική μορφή οργάνωσης της παραγωγής, προτείνοντας μόνο την κατάργηση της ιδιοκτησίας και την παράδοση του ελέγχου της παραγωγής στις Εργοστασιακές Επιτροπές.[4] Ένας σημαντικός αριθμός αναρχικών( ο Vsevolod Volin και άλλοι Ρώσοι μετανάστες, ο Errico Malatesta, ο Sebastien Faure) άσκησαν κριτική σε τέτοιες θέσεις, θεωρώντας τες πως απομακρύνονταν από την αντιεξουσιαστικές αρχές και αξίες του ελευθεριακού κομμουνισμού.[5]
Ένα ακόμα επιχείρημα ενάντια στην άμεση εφαρμογή του αναρχικού κομουνισμού, αποτελεί η ιδέα πως μια ελεύθερη κομούνα έρχεται σε αντίθεση με το «πραγματικό πνεύμα και τις τάσεις» του βιομηχανικού σταδίου της ανάπτυξης της κοινωνίας που προσπαθεί για καθολικότητα και εξειδίκευση.
Για παράδειγμα, ο γνωστός ιστορικός του αναρχισμού Max Netlau, άσκησε κριτική στην «αγροτοβιομηχανική εξατομίκευση της ανθρωπότητας στον αναρχοκομμουνισμό» και δήλωσε: «Η αποκέντρωση … δημιουργεί κάτι που είναι το αντίθετο της αλληλεγγύης και πολλαπλασιάζει τα σημεία τριβής και άγχους. Οι ελπίδες μας για βελτίωση βασίζονται στο χτίσιμο της αλληλεγγύης, στην ομοσπονδιοποίηση των μεγαλύτερων μονάδων, στην διάλυση των τοπικών εμποδίων και συνόρων και στον συλλογικό έλεγχο των φυσικών πόρων και άλλων μορφών πλούτου του πλανήτη.»[6] Την ίδια στιγμή, υπέθετε πως οι αρχές του «κολεκτιβισμού»(η διανομή αναλόγως της εργασίας) και η χρηματική αποζημίωση της εργασίας, ήταν περισσότερο συμβατές με την βιομηχανική μορφή οργάνωσης τη παραγωγής.
Οι έντονες συζητήσεις και οι καβγάδες, σχετικά με τις κατευθύνσεις της κοινωνικής επανάστασης, που μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της I.W.A., θα μπορούσαν να ιδωθούν, έως ένα σημείο, ως συνέχιση της πολεμικής μεταξύ των αναρχοκομουνιστών και των συνδικαλιστών στις αρχές του αιώνα. Μια ομάδα ήταν υπέρ όχι μόνο της εξάλειψης του Καπιταλισμού και του Κράτους, αλλά και της καταστροφής του ίδιου του βιομηχανικού συστήματος, με τον δεσποτισμό των εργοστασίων, τον άκαμπτο διαχωρισμό της εργασίας και την τεχνολογία που αποκτήνωνε τον άνθρωπο. Μια δεύτερη ομάδα καλωσόριζε την τέχνο-βιομηχανική πρόοδο και έλπιζε στο να κατασκευάσει μια σοσιαλιστική κοινωνία χρησιμοποιώντας τη σαν βάση. Η διαμάχη τους ήταν στενά συνδεδεμένη με την ανάλυση των τελευταίων τάσεων του ίδιου του Καπιταλισμού: τον εξορθολογισμό της παραγωγής, στην Φορντική -Ταιηλορική της φάση. Αυτή η φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης συνοδεύονταν από την εισαγωγή της μηχανοποίησης και των τεχνολογιών μεταφοράς σε μαζική κλίμακα, διαχωρίζοντας την εργασιακή διαδικασία σε μια σειρά λειτουργιών, υποσκάπτοντας με αυτόν το τρόπο τον έλεγχο από τη μεριά του εργάτη που έχανε την αίσθηση ακεραιότητας και νοήματος της εργασίας του, με αντάλλαγμα τη δυνατότητα για μαζική κατανάλωση.
Τα προβλήματα του «καπιταλιστικού εξορθολογισμού» αντιμετωπίστηκαν πρωτίστως στο 3ο Συνέδριο των I.W.A., στη Λιέγη το 1928. Οι αντιπρόσωποι δήλωσαν πως ήταν υπέρ της «προόδου σε όλα τα επίπεδα των προσπαθειών», αλλά θεωρούσαν πως οι εκφάνσεις τους, στη σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ήταν αρνητικές για τα συμφέροντα των εργατών. Το ψήφισμα που πέρασε το Συνέδριο εκτιμούσε πως αυτή η συνεχιζόμενη διαδικασία ήταν άμεσο αποτέλεσμα μιας νέας φάσης στην ανάπτυξη της κοινωνίας, που είχε σαν αποτέλεσμα τη μετάβαση από τον «παλιό ιδιωτικό καπιταλισμό» στον «σύγχρονο συλλογικό καπιταλισμό»(εταιρείες, καρτέλ) μέσω του ασταμάτητου ανταγωνισμού για την εκμετάλλευση του κόσμου ως ένα ενοποιημένο σύστημα. Δόθηκε έμφαση στο γεγονός πως ο εξορθολογισμός συνέβαινε προς το συμφέρον των καπιταλιστών και πως οι επιπτώσεις του, για τους εργάτες που εμπλέκονταν, είχαν να κάνουν με την υποβάθμιση της σωματικής και νοητικής τους υγείας, από κοινού με την υποταγή στους μηχανισμούς της «βιομηχανικής σκλαβιάς». Ο εξορθολογισμός καταδίκαζε τους εργαζόμενους στην απώλεια θέσεων εργασίας, την ανεργία και, επομένως, στην χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης τους. Το Συνέδριο ανακήρυξε πως θεωρούσε έναν τέτοιο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας, όχι ως προϋπόθεση για τον σοσιαλισμό αλλά ως μια μελλοντική μορφή κρατικού καπιταλισμού. Ο δρόμος για το σοσιαλισμό, σημείωνε το ψήφισμα, καθορίζεται όχι από την συνεχή αύξηση της παραγωγής, αλλά, πρωτίστως, από την καθαρή σκέψη και την αλύγιστη θέληση των ανθρώπων. Ο Σοσιαλισμός δεν είναι μόνο ένα οικονομικό πρόβλημα. Είναι, επίσης, πολιτισμικό και ψυχολογικό. Προϋποθέτει πως οι άνθρωποι πιστεύουν στις δικές τους δυνατότητες και πως η εργασία είναι περίπλοκη και απαιτητική – και πως όλα αυτά είναι ασύμβατα με τον συνεχιζόμενο εξορθολογισμό. Το ψήφισμα μιλούσε υπέρ της αποκέντρωσης παρά της συγκεντροποίησης της οικονομίας, υπέρ της ενότητας της εργασίας παρά της εξειδίκευσης και του διαχωρισμού της και για τον αναπόσπαστο σχηματισμό όλων των δυνατοτήτων των ανθρώπων. Ως απάντηση στη δημιουργία γιγαντιαίων εθνικών και διεθνών δομών του κεφαλαίου, οι εργάτες θα έπρεπε να ενδυναμώσουν την δικιά τους διεθνή οικονομική οργάνωση, που θα τους επέτρεπε να αγωνίζονται για τα καθημερινά αιτήματα όσο και για την εκ νέου οργάνωση της κοινωνίας, για την μείωση της εργάσιμης ημέρας στις έξι ώρες, για την αντίσταση στην ανεργία, για την οργάνωση απεργιών και εκστρατειών μποϊκοτάζ, κτλ.[7]
Ωστόσο, μια τέτοια κριτική στάση προς την διαδικασία ανάπτυξης του βιομηχανικού-καπιταλιστικού συστήματος και των αναγκών του ριζοσπαστικού διαχωρισμού από αυτό, συνάντησε αντιρρήσεις από έναν σημαντικό αριθμό αναρχοσυνδικαλιστών οι οποίοι, ακολουθώντας τους Μαρξιστές, συνέδεσαν τον Σοσιαλισμό με την πρόοδο της τεχνολογία και της αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεν θεωρούσαν τις νέες μορφές τεχνολογίας και την οργάνωση της παραγωγής ασύμβατες με τον Σοσιαλισμό. Μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγονταν την συγκεντροποίηση της παραγωγής και της οικονομίας στο σύνολο τους, την απόρριψη της ιδέας αποκεντρωμένων -και με μεγάλο βαθμό αυτάρκειας- ομοσπονδιών και επομένως την απόρριψη της κομουνιστικής αρχής της διανομής. Οι παλιές ιδέες του κολεκτιβισμού θεωρούνταν πολύ πιο κατάλληλες για τον βιομηχανικό αιώνα. Ακόμα και ο Rocker άρχισε να δηλώνει, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, πως ενώ παρέμενε εκ πεποιθήσεως υποστηρικτής του αναρχικού κομουνισμού, θεωρούσε την κολεκτιβιστική αρχή «στην καθεμιά και τον καθένα, το πλήρες προϊόν της εργασίας της/του» να είναι πιο ρεαλιστική σε μια περίοδο επαναστατικών μετασχηματισμών και κατά τις πρώτες φάσεις της δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας.
Αναφέρονταν στις αναπόφευκτες οικονομικές δυσκολίες που συνόδευαν την επανάσταση, στην ανάπτυξη των εγωιστικών συμπεριφορών στην σύγχρονη κοινωνία, και -όπως οι Μαρξιστές- συνέδεε την εφαρμογή της κομουνιστικής διανομής με την υλική «αφθονία».[8] Ο Souchy, συζητώντας αυτά τα προβλήματα με τον Cornelissen, πρότεινε πως «μόνο σε μια προ-βιομηχανική κοινωνία θα ήταν δυνατή -και μόνο σε μικρές κοινότητες- η εφαρμογή μιας καθαρά διανεμητικής οικονομίας. Στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία και με την παρούσα αλληλεξάρτηση των παγκόσμιων οικονομιών, από τις οποίες δεν μπορεί να αποσυρθεί μια χώρα από μόνη της, η ανταλλαγή των προϊόντων αναπόφευκτα καθορίζει τις αξίες. Για να είμαστε πιο ακριβείς, η ανταλλαγή καθορίζει τις τιμές που με τη σειρά τους καθορίζουν τους μισθούς». Η εναλλακτική θα ήταν η εφαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού, που είναι αντίθετη με τις αρχές του αναρχισμού. Μια τέτοια κατάσταση, κατά τη γνώμη του, θα κρατούσε τουλάχιστον μέχρι την εποχή της παγκόσμιας αφθονίας.[9]
Αναρχισμός και Αναρχοσυνδικαλισμός 1920-1930 Β΄Μέρος
Σημειώσεις
[1] Die Internationale, 1925, No.5 (Ιούνιος), σελ.19
[2] Βλέπε G.Manfredonia,“France,années20:Ledebatplate-formeousynthèse,” Itinéraire, 1995, no. 13 (Voline), pp. 34-35.
[3] E.Malatesta,“Quelquesconsidérationssurlerégimedelapropriétéaprès la révolution” in Articles politiques (Paris, 1979), pp. 379-390.
[4] Αναφέρεται στο: P.Adamo,“Anarchismo tra etho se progetto,”A–Rivistaanarchica, 1997, no. 1 (233), Febbraio, p. 36.
[5] Βλέπε: “Организационная платформа Всеобщего союза анархистов (Проект)” [The Organizational Platform of the General Union of Anarchists (Draft)] in Анархисты. Документы и материалы [Anarchists. Documents and materials], Vol. 2, 1917-1935 (Moscow, 1999), pp. 471-494; “Новое в анархизме. (К чему призывает Организационная платформа)” [New in anarchism. (What is the Organizational platform calling for)], ibid., Vol. 2, pp. 505-524. Concerning the discussions around the “Platform” see: V. V. Damier, Забытый Интернационал [The Forgotten International], Vol. 1 (Moscow, 2006), pp. 689-692; A. Shubin, Анархистский социальный эксперимент [The anarchist social experiment] (Moscow, 1998), pp. 87-133.
[6] M.Nettlau,Очеркипоисториианархическийидей[Essays about the history of the anarchist idea] (Tucson, 1991), pp. 123-124.
[7] Presse-Dienst hrsg. von dem Sekretariat der IAA, 1928, no. 7.
[8] R.Rocker,“Doktrin und Praxis”in Aufsatzsammlung/RudolfRocker,Bd.1., 1919-1933 (Frankfurt a. M., 1980), pp. 93-97.
[9] A. Souchy, “Vorsicht: Anarchist!,” Ein Leben für die Freiheit. Politische Erinnerungen. (Grafenau,1985), pp. 93-97.